πιθάκνη: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῐθάκνη''': ἡ, Ἀττ. φῐδάκνη, Μοῖρις, Φώτ. ([[ὁπόθεν]] ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] [[ἐπανορθωτέος]] παρὰ τῷ Ἀριστοφ.)· Λακων. πῐσάκνα· Ἡσύχ.· ([[πίθος]])· ― [[εἶδος]] πίθου οἰνοδόχου, «κρασοπίθαρον», Ἀριστοφ. Πλ. 546, Ἴων παρ’ Ἀθην. 495Β· ἐχρησίμευε καὶ πρὸς ἐναπόθεσιν σύκων καὶ τῶν τοιούτων, Δημ. 871. 22, πρβλ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ποιητῇ» 2: [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 792, οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις, ζῆν ἐντὸς πίθου, ὡς πτωχοί τινες Ἀθηναῖοι ἠναγκάζοντο νὰ πράττωσι κατὰ τὸν Πελοποννησιακὸν πόλεμον, πρβλ. Θουκ. 2. 14, 17· π. ἰατρική, [[κιβώτιον]] φαρμάκων, Γαλην. ― Τύπος τις πιθακνίς, ίδος, ἡ, Ἀττ. φιδακνίς, μνημονεύεται παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 74, 131· καὶ ὑποκορ. πιθάκνιον, τό, ἀπαντᾷ παρ’ Εὐβούλῳ ἐν Ἀδήλ. 7, Ὑπερείδ., Λουκ. κλ. (Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ὑποκορ. τοῦ [[πίθος]], ὡς τὸ [[πολίχνη]] τοῦ [[πόλις]], Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.). | |lstext='''πῐθάκνη''': ἡ, Ἀττ. φῐδάκνη, Μοῖρις, Φώτ. ([[ὁπόθεν]] ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] [[ἐπανορθωτέος]] παρὰ τῷ Ἀριστοφ.)· Λακων. πῐσάκνα· Ἡσύχ.· ([[πίθος]])· ― [[εἶδος]] πίθου οἰνοδόχου, «κρασοπίθαρον», Ἀριστοφ. Πλ. 546, Ἴων παρ’ Ἀθην. 495Β· ἐχρησίμευε καὶ πρὸς ἐναπόθεσιν σύκων καὶ τῶν τοιούτων, Δημ. 871. 22, πρβλ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ποιητῇ» 2: [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 792, οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις, ζῆν ἐντὸς πίθου, ὡς πτωχοί τινες Ἀθηναῖοι ἠναγκάζοντο νὰ πράττωσι κατὰ τὸν Πελοποννησιακὸν πόλεμον, πρβλ. Θουκ. 2. 14, 17· π. ἰατρική, [[κιβώτιον]] φαρμάκων, Γαλην. ― Τύπος τις πιθακνίς, ίδος, ἡ, Ἀττ. φιδακνίς, μνημονεύεται παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 74, 131· καὶ ὑποκορ. πιθάκνιον, τό, ἀπαντᾷ παρ’ Εὐβούλῳ ἐν Ἀδήλ. 7, Ὑπερείδ., Λουκ. κλ. (Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ὑποκορ. τοῦ [[πίθος]], ὡς τὸ [[πολίχνη]] τοῦ [[πόλις]], Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />petit tonneau.<br />'''Étymologie:''' [[πίθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, Att. φῐδάκνη Moer.p.392 P., Phot., Lacon. πῐσάκνα Hsch.: (πίθος) :—
A cask or jar, Ar.Pl.546, Ion Trag.10, BCH50.214 (Thasos, v B.C.); used for storing figs, etc., D.30.28, Pl.Com.114, Thphr.Sign.49, OGI483.149 (Pergam., ii A.D.); οἰκεῖν ἐν ταῖς φιδάκναις live in casks, as the poorer Athenians were forced to do during the Peloponn. war, Ar.Eq.792; π. ἰατρική a medicine-jar, Gal.19.115, cf. UP4.3 :—also πῐθακνίς, ίδος, ἡ, Att. φῐδακνίς, Poll.10.74, 131; Dim. πῐθάκνιον, τό, Eub.132, Hyp.Fr.265, Luc.Hist.Conscr.4, etc. (Dim. of πίθος, as πολίχνη of πόλις, Sch.Ar.Eq.l.c.)
German (Pape)
[Seite 613] ἡ, att. φιδάκνη, lakon. πισάκνη, Polem. bei Ath. XIII, 483 d, eine Art Weingefäß, Faß, Ael. H. A. 12, 41 u. a. Sp., nach den Alten dim. von πίθος. – Bei Dem. 20, 28 zu den σκεύη γεωργικά gerechnet. Bei Ar. Equ. 789 erkl. der Schol. οἰκεῖν ἐν ταῖσι πιθάκναις, vom Wohnen in einsamen Gegenden, es ist aber eigtl. in Fässern wohnen, weil es an anderem Obdach fehlt; vgl. Thuc. 2, 14. 17.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθάκνη: ἡ, Ἀττ. φῐδάκνη, Μοῖρις, Φώτ. (ὁπόθεν ὁ τύπος οὗτος ἐπανορθωτέος παρὰ τῷ Ἀριστοφ.)· Λακων. πῐσάκνα· Ἡσύχ.· (πίθος)· ― εἶδος πίθου οἰνοδόχου, «κρασοπίθαρον», Ἀριστοφ. Πλ. 546, Ἴων παρ’ Ἀθην. 495Β· ἐχρησίμευε καὶ πρὸς ἐναπόθεσιν σύκων καὶ τῶν τοιούτων, Δημ. 871. 22, πρβλ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ποιητῇ» 2: ἐντεῦθεν παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 792, οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις, ζῆν ἐντὸς πίθου, ὡς πτωχοί τινες Ἀθηναῖοι ἠναγκάζοντο νὰ πράττωσι κατὰ τὸν Πελοποννησιακὸν πόλεμον, πρβλ. Θουκ. 2. 14, 17· π. ἰατρική, κιβώτιον φαρμάκων, Γαλην. ― Τύπος τις πιθακνίς, ίδος, ἡ, Ἀττ. φιδακνίς, μνημονεύεται παρὰ Πολυδ. Ι΄, 74, 131· καὶ ὑποκορ. πιθάκνιον, τό, ἀπαντᾷ παρ’ Εὐβούλῳ ἐν Ἀδήλ. 7, Ὑπερείδ., Λουκ. κλ. (Ἡ λέξις εἶναι ὑποκορ. τοῦ πίθος, ὡς τὸ πολίχνη τοῦ πόλις, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
petit tonneau.
Étymologie: πίθος.