ἀνάρμοστος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάρμοστος''': -ον, [[ἀκατάλληλος]], [[ἀσύμφωνος]], δυσανάλογος, Ἡρόδ. 3. 80, Ξεν. κτλ.: - ἐπὶ ἤχου, [[παράφωνος]], παράχορδος, [[ἄνευ]] ἁρμονίας, ὁ αὐτ. Φαίδων 93C, Συμπ. 206C, Τίμ. 80Α· τὸ ἀνάρμοστον, ἀντίθ. πρὸς τὸ εὐάρμοστον, Θεαίτ. 178D: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Πολ. 590Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[φορτικός]], [[ἀπειρόκαλος]], [[ἀλλόκοτος]], Λατ. ineptus, [[τυφογέρων]] εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908. 2) ὁ μὴ παρεσκευασμένος, [[πρός]] τι, καὶ οὐκ ἀνάρμοστοι πρὸς ἕκαστον αὐτῶν ἐσόμεθα Θουκ. 7. 67. | |lstext='''ἀνάρμοστος''': -ον, [[ἀκατάλληλος]], [[ἀσύμφωνος]], δυσανάλογος, Ἡρόδ. 3. 80, Ξεν. κτλ.: - ἐπὶ ἤχου, [[παράφωνος]], παράχορδος, [[ἄνευ]] ἁρμονίας, ὁ αὐτ. Φαίδων 93C, Συμπ. 206C, Τίμ. 80Α· τὸ ἀνάρμοστον, ἀντίθ. πρὸς τὸ εὐάρμοστον, Θεαίτ. 178D: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Πολ. 590Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[φορτικός]], [[ἀπειρόκαλος]], [[ἀλλόκοτος]], Λατ. ineptus, [[τυφογέρων]] εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908. 2) ὁ μὴ παρεσκευασμένος, [[πρός]] τι, καὶ οὐκ ἀνάρμοστοι πρὸς ἕκαστον αὐτῶν ἐσόμεθα Θουκ. 7. 67. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne s’adapte pas, disproportionné;<br /><b>2</b> discordant (son);<br /><b>3</b> <i>fig.</i> inepte, absurde;<br /><b>4</b> non approprié, non préparé : [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἁρμόττω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not fitting, of dress, X.Mem.3.10.13; of sound, out of tune, Pl.Ti.80a; opp. εὐάρμοστος, Tht.178d: metaph. of the soul, Phd.93c, cf. Smp. 206c; ἀ. τινί 206d; incongruous, μεταβολὴ ἀ. τοῖς θεοῖς Iamb.Myst.3.27. Adv. -τως Pl.R. 590b. II of persons, impracticable, Hdt.3.80, Ar.Nu.908. 2 unfitted, unprepared, πρός τι Th.7.67.
German (Pape)
[Seite 205] unpassend, Her. 3, 80; nicht zusammenstimmend, πρός τι, Thuc. 7, 67; öfter Plat., auch von der Stimme, Epinom. 978 a; häufig von der ψυχή, Phaed. 93 c; τοῦ ἀναρμόστου δειλὴ καὶ ἄγροικος ψυχή Rep. III, 411 a; Ggstz οἱ ἁρμόττοντες Xen. Mem. 3, 10, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρμοστος: -ον, ἀκατάλληλος, ἀσύμφωνος, δυσανάλογος, Ἡρόδ. 3. 80, Ξεν. κτλ.: - ἐπὶ ἤχου, παράφωνος, παράχορδος, ἄνευ ἁρμονίας, ὁ αὐτ. Φαίδων 93C, Συμπ. 206C, Τίμ. 80Α· τὸ ἀνάρμοστον, ἀντίθ. πρὸς τὸ εὐάρμοστον, Θεαίτ. 178D: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Πολ. 590Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, φορτικός, ἀπειρόκαλος, ἀλλόκοτος, Λατ. ineptus, τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908. 2) ὁ μὴ παρεσκευασμένος, πρός τι, καὶ οὐκ ἀνάρμοστοι πρὸς ἕκαστον αὐτῶν ἐσόμεθα Θουκ. 7. 67.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne s’adapte pas, disproportionné;
2 discordant (son);
3 fig. inepte, absurde;
4 non approprié, non préparé : πρός τι à qch.
Étymologie: ἀ, ἁρμόττω.