ἄναρκτος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄναρκτος''': -ον, (ἄρχω) ὁ μὴ ἀρχόμενος, ὁ μὴ ὑποταγμένος, Θουκ. 5. 99· ὁ μὴ ὑποτασσόμενος [[ὥστε]] νὰ κυβερνηθῇ ὑφ’ ἑτέρου, μήτ’ ἄναρκτον βίον [[μήτε]] δεσποτούμενον αἰνέσῃς Αἰσχύλ. Εὐμ. 526 ([[ἔνθα]] ὁ Wieseler [[χάριν]] τοῦ μέτρου διώρθωσε [[λίαν]] ἐπιτυχῶς [[ἀνάρχετος]] κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[ἀπεύχετος]]), Σοφ. Ἀποσπ. 28. | |lstext='''ἄναρκτος''': -ον, (ἄρχω) ὁ μὴ ἀρχόμενος, ὁ μὴ ὑποταγμένος, Θουκ. 5. 99· ὁ μὴ ὑποτασσόμενος [[ὥστε]] νὰ κυβερνηθῇ ὑφ’ ἑτέρου, μήτ’ ἄναρκτον βίον [[μήτε]] δεσποτούμενον αἰνέσῃς Αἰσχύλ. Εὐμ. 526 ([[ἔνθα]] ὁ Wieseler [[χάριν]] τοῦ μέτρου διώρθωσε [[λίαν]] ἐπιτυχῶς [[ἀνάρχετος]] κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[ἀπεύχετος]]), Σοφ. Ἀποσπ. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans maître, non gouverné;<br /><b>2</b> qui ne se laisse pas gouverner.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἄρχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἄρχω)
A not governed or subject, Th.5.99; not submitting to be governed, βίος A.Eu.526 (where Wieseler metri gr. ἀνάρχετος, on analogy of ἀπεύχετος), S.Fr.30.
German (Pape)
[Seite 205] 1) nnbeherrscht, ohne Oberherrn, βίος Aesch. Eum. 500; Soph. frg. 28. – 2) keinen Oberherrn duldend, steh nicht beherrschen lassend, Thuc. 5, 99.
Greek (Liddell-Scott)
ἄναρκτος: -ον, (ἄρχω) ὁ μὴ ἀρχόμενος, ὁ μὴ ὑποταγμένος, Θουκ. 5. 99· ὁ μὴ ὑποτασσόμενος ὥστε νὰ κυβερνηθῇ ὑφ’ ἑτέρου, μήτ’ ἄναρκτον βίον μήτε δεσποτούμενον αἰνέσῃς Αἰσχύλ. Εὐμ. 526 (ἔνθα ὁ Wieseler χάριν τοῦ μέτρου διώρθωσε λίαν ἐπιτυχῶς ἀνάρχετος κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ἀπεύχετος), Σοφ. Ἀποσπ. 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans maître, non gouverné;
2 qui ne se laisse pas gouverner.
Étymologie: ἀ, ἄρχω.