στόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στόμᾰχος''': ὁ, ([[στόμα]] ΙΙ) [[κυρίως]], [[στόμα]], [[ἄνοιγμα]]· [[ὅθεν]], 1) ἐν τῇ παλαιοτάτῃ γλώσσῃ, ὁ λαιμός, ὁ [[φάρυγξ]], ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν [[τάμε]] νηλέϊ χαλκῷ Ἰλ. Γ. 292, Τ. 266· κατὰ στομάχοιο [[θέμεθλα]] νύξε Ρ. 47· τὸ αὐτὸ καὶ [[οἰσοφάγος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 8 κἑξ., ἐν παραβολῇ πρὸς 1. 12, 1. 2) παρ’ Ἱππ. [[ὡσαύτως]], ὁ [[λαιμὸς]] τῆς οὐροδόχου κύστεως, π. Ἀέρ. 286· ἢ τῆς μήτρας, 598. 45., 677. 32, κτλ. 3) [[μετὰ]] τὸν Ἀριστ., τὸ [[ἄνοιγμα]] τοῦ στομάχου, = [[στόμα]] γαστρὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 22, Πλούτ. 2. 687D, Γαλην.· καὶ παρὰ μεταγενεστ., αὐτὸς ὁ [[στόμαχος]], Πλούτ. 2. 698Α, Ἀθήν. 79F. - Πρβλ. Foës. Oecon., Greenhil εἰς Θεόφιλ. σ. 56. 10.
|lstext='''στόμᾰχος''': ὁ, ([[στόμα]] ΙΙ) [[κυρίως]], [[στόμα]], [[ἄνοιγμα]]· [[ὅθεν]], 1) ἐν τῇ παλαιοτάτῃ γλώσσῃ, ὁ λαιμός, ὁ [[φάρυγξ]], ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν [[τάμε]] νηλέϊ χαλκῷ Ἰλ. Γ. 292, Τ. 266· κατὰ στομάχοιο [[θέμεθλα]] νύξε Ρ. 47· τὸ αὐτὸ καὶ [[οἰσοφάγος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 8 κἑξ., ἐν παραβολῇ πρὸς 1. 12, 1. 2) παρ’ Ἱππ. [[ὡσαύτως]], ὁ [[λαιμὸς]] τῆς οὐροδόχου κύστεως, π. Ἀέρ. 286· ἢ τῆς μήτρας, 598. 45., 677. 32, κτλ. 3) [[μετὰ]] τὸν Ἀριστ., τὸ [[ἄνοιγμα]] τοῦ στομάχου, = [[στόμα]] γαστρὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 22, Πλούτ. 2. 687D, Γαλην.· καὶ παρὰ μεταγενεστ., αὐτὸς ὁ [[στόμαχος]], Πλούτ. 2. 698Α, Ἀθήν. 79F. - Πρβλ. Foës. Oecon., Greenhil εἰς Θεόφιλ. σ. 56. 10.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>litt.</i> orifice, ouverture, <i>d’où</i><br /><b>1</b> gorge;<br /><b>2</b> orifice de l’estomac ; estomac.<br />'''Étymologie:''' [[στόμα]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόμᾰχος Medium diacritics: στόμαχος Low diacritics: στόμαχος Capitals: ΣΤΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: stómachos Transliteration B: stomachos Transliteration C: stomachos Beta Code: sto/maxos

English (LSJ)

ὁ, (στόμα)

   A throat, gullet, ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ Il.3.292, cf. 19.266; κατὰ στομάχοιο θέμεθλα νύξε 17.47; = οἰσοφάγος, Arist.HA495b19 sq., 493a8, Nic.Al.22.    2 neck of the bladder, τῆς κύστιος Hp. Aër.9; or of the uterus, Id.Mul.1.18, Steril.217; τοῦ αἰδοίου Id.Mul.1.36.    3 later, orifice of the stomach,= στόμα τῆς γαστρός, τῆς κοιλίας, Plu.2.687d, Gal.6.431, 7.127; the stomach itself, 1 Ep.Ti.5.23, Dsc.5.6, Plu.2.698b, Sor.1.15, al., Gal.6.227, 15.460, M.Ant.10.31, Ath.3.79f; ἀμφοτέρας (sc. τὰς χεῖρας) ἐπὶ τοῦ σ. PMag.Leid.W.18.36; cf. Lat. stomachus.    4 anger, γέγονε σ. πρὸς δουλικὸν πρόσωπον Vett.Val.216.3; ἵνα μὴ ἔχωμεν στομάχους μηδὲ φθόνον POxy.533.14 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 948] ὁ, eigtl. Mündung, Oeffnung; in ältester Zeit = Schlund, Kehle, ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ, Il. 3, 292. 17, 47, wo die Schol. zu vgl., u. 19, 266; nach Arist. H. A. 1, 12 Hintertheil des αὐχήν. – Gew. der Magenmund und der Magen selbst, nach Gal. erst seit Arist., u. Sp. – Bei Hippocr. auch der Hals der Harnblase u. ὑστερέων, Muttermund.

Greek (Liddell-Scott)

στόμᾰχος: ὁ, (στόμα ΙΙ) κυρίως, στόμα, ἄνοιγμα· ὅθεν, 1) ἐν τῇ παλαιοτάτῃ γλώσσῃ, ὁ λαιμός, ὁ φάρυγξ, ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ Ἰλ. Γ. 292, Τ. 266· κατὰ στομάχοιο θέμεθλα νύξε Ρ. 47· τὸ αὐτὸ καὶ οἰσοφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 8 κἑξ., ἐν παραβολῇ πρὸς 1. 12, 1. 2) παρ’ Ἱππ. ὡσαύτως, ὁ λαιμὸς τῆς οὐροδόχου κύστεως, π. Ἀέρ. 286· ἢ τῆς μήτρας, 598. 45., 677. 32, κτλ. 3) μετὰ τὸν Ἀριστ., τὸ ἄνοιγμα τοῦ στομάχου, = στόμα γαστρὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 22, Πλούτ. 2. 687D, Γαλην.· καὶ παρὰ μεταγενεστ., αὐτὸς ὁ στόμαχος, Πλούτ. 2. 698Α, Ἀθήν. 79F. - Πρβλ. Foës. Oecon., Greenhil εἰς Θεόφιλ. σ. 56. 10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
litt. orifice, ouverture, d’où
1 gorge;
2 orifice de l’estomac ; estomac.
Étymologie: στόμα.