ἀρτίδακρυς: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_22) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρτίδακρυς''': υ, ὁ ἄρτι δακρύων ἢ ἕτοιμος νὰ χύσῃ δάκρυα, Ἑλμσλ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 873 (903), ἀντὶ [[ἀρίδακρυς]] (ἴδε Ἕρμαν.), πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 4. | |lstext='''ἀρτίδακρυς''': υ, ὁ ἄρτι δακρύων ἢ ἕτοιμος νὰ χύσῃ δάκρυα, Ἑλμσλ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 873 (903), ἀντὶ [[ἀρίδακρυς]] (ἴδε Ἕρμαν.), πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> υος;<br />qui vient de pleurer <i>ou</i> prêt à pleurer.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[δάκρυ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
υ,
A ready to weep, E.Med.903, Luc.Lex.4.
German (Pape)
[Seite 362] (δάκρυ), der eben geweint hat, od. weinen will, Eur. Med. 903; Luc. Lexiph. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίδακρυς: υ, ὁ ἄρτι δακρύων ἢ ἕτοιμος νὰ χύσῃ δάκρυα, Ἑλμσλ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 873 (903), ἀντὶ ἀρίδακρυς (ἴδε Ἕρμαν.), πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 4.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υος;
qui vient de pleurer ou prêt à pleurer.
Étymologie: ἄρτι, δάκρυ.