ἀντήλιος: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντήλιος''': -ον, ([[ἀντί]], [[ἥλιος]]) πρὸς ἥλιον βλέπων, δηλ. [[ἐστραμμένος]] πρὸς ἀνατολάς, [[ἀνατολικός]], οἱ δ’ ἑσπέρους ἀγκῶνας, οἱ δ’ ἀντηλίους ζητεῖτ’ Σοφ. Αἴ. 805· πρβλ. [[πρόσειλος]]: σεμνοί τε θᾶκοι, δαίμονές τ’ ἀντήλιοι, ἀγάλματα θεῶν πρὸ τῶν πυλῶν ἱδρυμένα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 519 Ἀποσπ. 542· πρβλ. Ἡσύχ. ΙΙ. [[ὅμοιος]] τῷ ἡλίῳ, ἐσχηματίσθη δὲ ὡς τὸ [[ἀντίθετος]], ὁ αὐτ. Ἴων 1550. - «[[ἀντήλιος]]· ὁ [[ἴσος]] καὶ [[ὅμοιος]] ἡλίῳ φαινόμενος» Ἡσύχ. ΙΙΙ. ἀντήλια = παρήλια, parhelia, Σουΐδ., πρβλ. Μένανδ. ἐν «Χαλκείοι»1· «[[ἀντήλιος]], ἡ ἀντανακλωμένη ὑπὸ τοῦ ἡλίου αὐγὴ» Α. Β. 411, κοινῶς «ἀντηλιά»: - [[προσέτι]] ἀνθήλιοι Πλούτ. 2. 894F. 2) σκιάδια πρὸς φύλαξιν ἀπὸ τοῦ ἡλίου, ἀντήλια τὰ προβεβλημένα... προσώπων τοῖς ἡλιαζομένοις Εὐστ. 1281. 3· ἀνθήλια ἢ ἀντήλια, τὰ [[ἑκατέρωθεν]] τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ἵππων τιθέμενα δερμάτινα σκιάδια [[ὅπως]] μὴ βλέπωσι πρὸς τὰ πλάγια, τὰ ἄλλως λεγόμενα [[παρώπια]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 54, «ἀντήλια τὰ καὶ [[παρώπια]] τὰ περὶ τὰς ὄψεις τῶν ἵππων [τιθέμενα δέρματα]» Εὐστ. 1562. 40. - Ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[ἀντήλιος]] [[εἶναι]] ἀείποτε ἐν χρήσει παρὰ Τραγ.: τὸ [[ἀνθήλιος]] πρῶτον παρὰ Θεοπόμπ. τῷ Κωμ. ἐν Ἀδηλ. 23, Φίλωνι 1. 658, Πλουτ., κλ. (ἴδε ἐν λ. [[ἥλιος]]). | |lstext='''ἀντήλιος''': -ον, ([[ἀντί]], [[ἥλιος]]) πρὸς ἥλιον βλέπων, δηλ. [[ἐστραμμένος]] πρὸς ἀνατολάς, [[ἀνατολικός]], οἱ δ’ ἑσπέρους ἀγκῶνας, οἱ δ’ ἀντηλίους ζητεῖτ’ Σοφ. Αἴ. 805· πρβλ. [[πρόσειλος]]: σεμνοί τε θᾶκοι, δαίμονές τ’ ἀντήλιοι, ἀγάλματα θεῶν πρὸ τῶν πυλῶν ἱδρυμένα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 519 Ἀποσπ. 542· πρβλ. Ἡσύχ. ΙΙ. [[ὅμοιος]] τῷ ἡλίῳ, ἐσχηματίσθη δὲ ὡς τὸ [[ἀντίθετος]], ὁ αὐτ. Ἴων 1550. - «[[ἀντήλιος]]· ὁ [[ἴσος]] καὶ [[ὅμοιος]] ἡλίῳ φαινόμενος» Ἡσύχ. ΙΙΙ. ἀντήλια = παρήλια, parhelia, Σουΐδ., πρβλ. Μένανδ. ἐν «Χαλκείοι»1· «[[ἀντήλιος]], ἡ ἀντανακλωμένη ὑπὸ τοῦ ἡλίου αὐγὴ» Α. Β. 411, κοινῶς «ἀντηλιά»: - [[προσέτι]] ἀνθήλιοι Πλούτ. 2. 894F. 2) σκιάδια πρὸς φύλαξιν ἀπὸ τοῦ ἡλίου, ἀντήλια τὰ προβεβλημένα... προσώπων τοῖς ἡλιαζομένοις Εὐστ. 1281. 3· ἀνθήλια ἢ ἀντήλια, τὰ [[ἑκατέρωθεν]] τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ἵππων τιθέμενα δερμάτινα σκιάδια [[ὅπως]] μὴ βλέπωσι πρὸς τὰ πλάγια, τὰ ἄλλως λεγόμενα [[παρώπια]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 54, «ἀντήλια τὰ καὶ [[παρώπια]] τὰ περὶ τὰς ὄψεις τῶν ἵππων [τιθέμενα δέρματα]» Εὐστ. 1562. 40. - Ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[ἀντήλιος]] [[εἶναι]] ἀείποτε ἐν χρήσει παρὰ Τραγ.: τὸ [[ἀνθήλιος]] πρῶτον παρὰ Θεοπόμπ. τῷ Κωμ. ἐν Ἀδηλ. 23, Φίλωνι 1. 658, Πλουτ., κλ. (ἴδε ἐν λ. [[ἥλιος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui regarde le levant;<br /><b>2</b> exposé au soleil;<br /><b>3</b> produit par la réflexion du soleil : [[οἱ]] ἀνθήλιοι (<i>réc. p.</i> [[ἀντήλιος]]) PLUT anthélie, phénomène de réflexion lumineuse qui double l’image du soleil.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἥλιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἀντί, ἥλιος)
A opposite the sun, i.e. looking east, S.Aj. 805, E.Ion1550; δαίμονες ἀντήλιοι statues of gods which stood in the sun before the house-door, A.Ag.519, cf. E.Fr.538. 2 of the moon, reflecting the sun's rays, AB403 (ἀνθ-), cf. Suid.: hence metaph., imitation, reflection, Theopomp.Hist.367 (ἀνθ-). II ἀντήλια, τά, = παρήλια, parhelia, Suid., cf. Men.511. 2 screens or parasols, Eust.1281.3; also, blinkers on horses' bridles, Poll.10.54 (ἀνθ-), Eust.1562.39.—The Ion. form ἀντήλιος is always used in Trag.; ἀνθήλιος first in Theopomp. l.c., cf. Ph.1.656, Placit.3.6.
German (Pape)
[Seite 248] (ἥλιος), eigtl. ion., aber von Phryn. für besser attisch erkl. als ἀνθήλιος, welches erst bei Sp. gebräuchlich ist, 1) der Sonne gegenüber liegend, gegen Morgen, ἀγκῶνες Soph. Ai. 792; – der Sonne ausgesetzt, δαίμονες Aesch. Ag. 505, Götterbilder, die vor der Hausthür im Freien standen; bei Tertullian: ostiorum praesides. – 2) der Sonne gleich, πρόσωπον Eur. Ion. 1550. – 3) ἀντήλια = παρήλια, Nebensonnen, B. A. 411; Plut. plac. phil. 3, 6 ἀνθήλιοι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντήλιος: -ον, (ἀντί, ἥλιος) πρὸς ἥλιον βλέπων, δηλ. ἐστραμμένος πρὸς ἀνατολάς, ἀνατολικός, οἱ δ’ ἑσπέρους ἀγκῶνας, οἱ δ’ ἀντηλίους ζητεῖτ’ Σοφ. Αἴ. 805· πρβλ. πρόσειλος: σεμνοί τε θᾶκοι, δαίμονές τ’ ἀντήλιοι, ἀγάλματα θεῶν πρὸ τῶν πυλῶν ἱδρυμένα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 519 Ἀποσπ. 542· πρβλ. Ἡσύχ. ΙΙ. ὅμοιος τῷ ἡλίῳ, ἐσχηματίσθη δὲ ὡς τὸ ἀντίθετος, ὁ αὐτ. Ἴων 1550. - «ἀντήλιος· ὁ ἴσος καὶ ὅμοιος ἡλίῳ φαινόμενος» Ἡσύχ. ΙΙΙ. ἀντήλια = παρήλια, parhelia, Σουΐδ., πρβλ. Μένανδ. ἐν «Χαλκείοι»1· «ἀντήλιος, ἡ ἀντανακλωμένη ὑπὸ τοῦ ἡλίου αὐγὴ» Α. Β. 411, κοινῶς «ἀντηλιά»: - προσέτι ἀνθήλιοι Πλούτ. 2. 894F. 2) σκιάδια πρὸς φύλαξιν ἀπὸ τοῦ ἡλίου, ἀντήλια τὰ προβεβλημένα... προσώπων τοῖς ἡλιαζομένοις Εὐστ. 1281. 3· ἀνθήλια ἢ ἀντήλια, τὰ ἑκατέρωθεν τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ἵππων τιθέμενα δερμάτινα σκιάδια ὅπως μὴ βλέπωσι πρὸς τὰ πλάγια, τὰ ἄλλως λεγόμενα παρώπια, Πολυδ. Ι΄, 54, «ἀντήλια τὰ καὶ παρώπια τὰ περὶ τὰς ὄψεις τῶν ἵππων [τιθέμενα δέρματα]» Εὐστ. 1562. 40. - Ὁ Ἰων. τύπος ἀντήλιος εἶναι ἀείποτε ἐν χρήσει παρὰ Τραγ.: τὸ ἀνθήλιος πρῶτον παρὰ Θεοπόμπ. τῷ Κωμ. ἐν Ἀδηλ. 23, Φίλωνι 1. 658, Πλουτ., κλ. (ἴδε ἐν λ. ἥλιος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui regarde le levant;
2 exposé au soleil;
3 produit par la réflexion du soleil : οἱ ἀνθήλιοι (réc. p. ἀντήλιος) PLUT anthélie, phénomène de réflexion lumineuse qui double l’image du soleil.
Étymologie: ἀντί, ἥλιος.