κατακνίζω: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακνίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κατατέμνω]], [[κατακόπτω]] εἰς τεμάχια, τι εἰς λεπτὰ Ἀθήν. 376D∙ [[κόπτω]] εἰς μικρὰς λωρίδας, Λουκ. Ὠκυπ. 91∙ μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vellicare, διαιροῦνται οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζονται τοὺς λόγους καὶ διαφθείρονται Ἰσοκρ. 236C, Λουκ. Διάλ. π. Ἡσιόδ. 5. ΙΙ. [[γαργαλίζω]], Παθ., γαργαλίζομαι, [[αἰσθάνομαι]] κνησμὸν ἢ «φαγοῦραν», διεγείρεται ἡ (σαρκικὴ) [[ὄρεξις]]∙ ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι, ὑπὸ ἔρωτος [[πάσχω]], Ἀριστοφ. Πλ. 973. | |lstext='''κατακνίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κατατέμνω]], [[κατακόπτω]] εἰς τεμάχια, τι εἰς λεπτὰ Ἀθήν. 376D∙ [[κόπτω]] εἰς μικρὰς λωρίδας, Λουκ. Ὠκυπ. 91∙ μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vellicare, διαιροῦνται οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζονται τοὺς λόγους καὶ διαφθείρονται Ἰσοκρ. 236C, Λουκ. Διάλ. π. Ἡσιόδ. 5. ΙΙ. [[γαργαλίζω]], Παθ., γαργαλίζομαι, [[αἰσθάνομαι]] κνησμὸν ἢ «φαγοῦραν», διεγείρεται ἡ (σαρκικὴ) [[ὄρεξις]]∙ ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι, ὑπὸ ἔρωτος [[πάσχω]], Ἀριστοφ. Πλ. 973. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf. Pass.</i> κατακέκνισμαι;<br /><b>1</b> déchirer de manière à causer une démangeaison, une cuisson;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> déchiqueter, déchirer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κνίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
A chop up, mince, τι εἰς λεπτά Ath.9.376d. 2 metaph., pick to pieces, λόγους Isoc.12.17; τὰ τοῦ Ὁμήρου κ. λεπτά Luc. Hes.5. II scratch, irritate, stimulate the scalp, Asclep. ap. Gal. 12.420:—Pass., v.l. in Dsc.2.123; to be prurient, ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι Ar.Pl.973. 2 cut grooves in, score, ξύλα καὶ λίθους τραχύνουσι -ζοντες Diocl.Fr.26. 3 scarify, let blood from, -κνίσω (prob. for -κνήσω) σου τὸν πόδα Luc.Ocyp.91:—Pass., -κνισθεὶς τὸ σκέλος Orib.7.20.8 (= Gal.19.524, where -κνήσας).
German (Pape)
[Seite 1354] zerritzen, zerstückeln; λόγους διαιροῦντες οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζοντες καὶ πάντα τρόπον διαφθείροντες Isocr. 12, 17; τὰ ἐκ τῶν σαρκῶν εἰς λεπτὰ κατακνιζόμενα Ath. IX, 376 b. – Auf Einen sticheln, Luc. diss. c. Hes. 4. – Pass. κατακέκνισμαι, Ar. Plut. 973, ich brenne vor Liebe, ὑπ' ἔρωτος πάσχω, Schol. Vgl. κατακνάω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακνίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κατατέμνω, κατακόπτω εἰς τεμάχια, τι εἰς λεπτὰ Ἀθήν. 376D∙ κόπτω εἰς μικρὰς λωρίδας, Λουκ. Ὠκυπ. 91∙ μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vellicare, διαιροῦνται οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζονται τοὺς λόγους καὶ διαφθείρονται Ἰσοκρ. 236C, Λουκ. Διάλ. π. Ἡσιόδ. 5. ΙΙ. γαργαλίζω, Παθ., γαργαλίζομαι, αἰσθάνομαι κνησμὸν ἢ «φαγοῦραν», διεγείρεται ἡ (σαρκικὴ) ὄρεξις∙ ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι, ὑπὸ ἔρωτος πάσχω, Ἀριστοφ. Πλ. 973.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. κατακέκνισμαι;
1 déchirer de manière à causer une démangeaison, une cuisson;
2 p. ext. déchiqueter, déchirer.
Étymologie: κατά, κνίζω.