σφός: Difference between revisions
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφός''': σφή, σφόν, = [[σφέτερος]], σφετέρα, σφέτερον, Ἰλ. Α. 534, κλπ., Ἡσ., Πινδ., κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ἀττ. 2) παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, [[ἰδικός]] του, [[ἰδικός]] της, Θέογν. 712, Ἀλκμὰν 41 ΙΙ. = σός. Ὀρφ. Λιθ. 166. (τὸ σφὸς ἔχει πρὸς τὸ [[σφέτερος]], ὡς τὸ ἡμὸς ([[ἀμὸς]]) πρὸς τὸ [[ἡμέτερος]]· ἴδε ἐν λ. οὖ, sui). | |lstext='''σφός''': σφή, σφόν, = [[σφέτερος]], σφετέρα, σφέτερον, Ἰλ. Α. 534, κλπ., Ἡσ., Πινδ., κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ἀττ. 2) παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, [[ἰδικός]] του, [[ἰδικός]] της, Θέογν. 712, Ἀλκμὰν 41 ΙΙ. = σός. Ὀρφ. Λιθ. 166. (τὸ σφὸς ἔχει πρὸς τὸ [[σφέτερος]], ὡς τὸ ἡμὸς ([[ἀμὸς]]) πρὸς τὸ [[ἡμέτερος]]· ἴδε ἐν λ. οὖ, sui). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />leur, <i>c.</i> [[σφέτερος]].<br />'''Étymologie:''' th. [[σφε]]- > [[σφέτερος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
σφή, σφόν,
A their, their own, belonging to them, Il.1.534, Sapph. 10, Pi.P.5.102, etc. (never in Att.). 2 in post-Hom. Poets also, his or her, his own or her own, Hes.Th.398, Alcm.56A, Thgn. 712, Call.Aet.Oxy.2080.75. II = σός, Orph.L.168. 2 = ἐμός, CR11.136 (Phrygia, metr.). 3 = σφωΐτερος, your (in addressing a pair), v.l. in Il.11.142. (σφός is to σφε, σφέτερος as Ημός (ἁμός) to ἁμέ, ἡμέτερος.)
Greek (Liddell-Scott)
σφός: σφή, σφόν, = σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον, Ἰλ. Α. 534, κλπ., Ἡσ., Πινδ., κτλ.· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ. 2) παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον ποιηταῖς ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ἰδικός του, ἰδικός της, Θέογν. 712, Ἀλκμὰν 41 ΙΙ. = σός. Ὀρφ. Λιθ. 166. (τὸ σφὸς ἔχει πρὸς τὸ σφέτερος, ὡς τὸ ἡμὸς (ἀμὸς) πρὸς τὸ ἡμέτερος· ἴδε ἐν λ. οὖ, sui).