ἐλλόγιμος: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλλόγιμος''': -ον, ὁ ἐν λόγῳ ὤν, [[ὅστις]] λογαριάζεται, θεωρεῖται [[σπουδαῖος]], σημαίνων, ἔχων ὑπόληψιν, ὡς τὸ [[ἄξιος]] λόγου, Ἡρόδ. 2. 176, Πλάτ. Πρωτ. 327C, Συμπ. 197Α, κ. ἀλλ.· ἐλλ. ἐπὶ σοφίᾳ ὁ αὐτ. Πρωτ. 361Ε. ΙΙ. εὔγλωττος, [[Πολυδ]]. Β΄, 125. - Ἐπίρρ. -μως Φιλοστρ. Βί. Σοφ. 2. 11, 1. | |lstext='''ἐλλόγιμος''': -ον, ὁ ἐν λόγῳ ὤν, [[ὅστις]] λογαριάζεται, θεωρεῖται [[σπουδαῖος]], σημαίνων, ἔχων ὑπόληψιν, ὡς τὸ [[ἄξιος]] λόγου, Ἡρόδ. 2. 176, Πλάτ. Πρωτ. 327C, Συμπ. 197Α, κ. ἀλλ.· ἐλλ. ἐπὶ σοφίᾳ ὁ αὐτ. Πρωτ. 361Ε. ΙΙ. εὔγλωττος, [[Πολυδ]]. Β΄, 125. - Ἐπίρρ. -μως Φιλοστρ. Βί. Σοφ. 2. 11, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />dont on fait grand cas, dont on tient compte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[λόγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A held in account or regard (ἐν λόγῳ), in high repute, Hdt.2.176, Pl.Prt. 327c, Smp.197a, al.; ἐ. ἐπὶ σοφίᾳ Id.Prt.361e: Sup., Plb.1.2.1, Philostr. VS1.9.1,al. Adv. -μως ib.2.11.1; ἔχειν τινός ib.33.2. II eloquent, Men.Rh.p.354 S. (Sup.), Poll.2.125. Adv. -μως Gloss. III = ἔλλογος, opp. ἄλογος, Corp.Herm.12.6.
German (Pape)
[Seite 801] (ὃ ἐν λόγῳ ἐστί), was in Betracht kommt, in Rechnung, Anschlag gebracht wird; οὐκ ἐλλόγιμον οὐδ' ἐνάριθμον Plat. Phil. 17 e; angesehen, ἐλλόγιμος γενέσθαι ἐν τῇ πόλει Prot. 316 c; καὶ φανὸς ἀπέβη Conv. 197. a; ῥήτωρ Phaedr. 269 d; ἐπὶ σοφίᾳ, wegen der Weisheit, Prot. 361 e; oft bei Folgdn. Auch von anderen Dingen, wie οἶνος Strab. XIII p. 628; αἱ ἐλλογιμώταται τῶν δυναστειῶν Pol. 1, 2, 1; πράξεις Plut. Cat. min. 15; geradezu = gelehrt, Philo. – Adv. ἐλλογίμως, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλόγιμος: -ον, ὁ ἐν λόγῳ ὤν, ὅστις λογαριάζεται, θεωρεῖται σπουδαῖος, σημαίνων, ἔχων ὑπόληψιν, ὡς τὸ ἄξιος λόγου, Ἡρόδ. 2. 176, Πλάτ. Πρωτ. 327C, Συμπ. 197Α, κ. ἀλλ.· ἐλλ. ἐπὶ σοφίᾳ ὁ αὐτ. Πρωτ. 361Ε. ΙΙ. εὔγλωττος, Πολυδ. Β΄, 125. - Ἐπίρρ. -μως Φιλοστρ. Βί. Σοφ. 2. 11, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on fait grand cas, dont on tient compte.
Étymologie: ἐν, λόγος.