γενικός: Difference between revisions

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γενικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ γένος, τοῦ γένους, ἀντίθ. τῷ [[εἰδικός]], Ἀριστ. Τοπ. 1. 5, 7· ἡ διαφορὰ γ. ὁ αὐτ. 1. 4·- ἐπίρρ.–κῶς Μ. Ἀντων. 8. 55. ΙΙ. = Λατ. gentiles, Διον. Ἁλ. 4. 14, κτλ. τῆς οἰκογενείας, [[νόμος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 3167, πρβλ. 2712. ΙΙΙ. [[σαρκικός]], [[ἁμάρτημα]] Ἡρῳδιαν. 5. 1. IV. παρὰ γραμμ., ἡ γενικὴ (ἐνν. [[πτῶσις]]). V. παρὰ Βυζ. ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] διὰ τὸ [[θησαυροφυλάκιον]], τὸ γ., τὸ [[ταμεῖον]], τὸ [[θησαυροφυλάκιον]], Δουκάγγ. Graec. Inf. Lex.
|lstext='''γενικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ γένος, τοῦ γένους, ἀντίθ. τῷ [[εἰδικός]], Ἀριστ. Τοπ. 1. 5, 7· ἡ διαφορὰ γ. ὁ αὐτ. 1. 4·- ἐπίρρ.–κῶς Μ. Ἀντων. 8. 55. ΙΙ. = Λατ. gentiles, Διον. Ἁλ. 4. 14, κτλ. τῆς οἰκογενείας, [[νόμος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 3167, πρβλ. 2712. ΙΙΙ. [[σαρκικός]], [[ἁμάρτημα]] Ἡρῳδιαν. 5. 1. IV. παρὰ γραμμ., ἡ γενικὴ (ἐνν. [[πτῶσις]]). V. παρὰ Βυζ. ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] διὰ τὸ [[θησαυροφυλάκιον]], τὸ γ., τὸ [[ταμεῖον]], τὸ [[θησαυροφυλάκιον]], Δουκάγγ. Graec. Inf. Lex.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne la race;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> ἡ γενική ([[πτῶσις]]) le génitif.<br />'''Étymologie:''' [[γένος]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενικός Medium diacritics: γενικός Low diacritics: γενικός Capitals: ΓΕΝΙΚΟΣ
Transliteration A: genikós Transliteration B: genikos Transliteration C: genikos Beta Code: geniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A belonging to or connected with the γένος, Arist. Top. 102a36; ἡ διαφορὰ γ. ib.101b18; generic, Chrysipp.Stoic.2.28, Phld. Sign.18,19,etc.: Comp., Stoic.2.117, Ptol.Phas.p.5 H.: Sup., Diog. Bab.Stoic.3.214, BGU282.19 (ii A. D.), etc. Adv. -κῶς M.Ant.8.55, Plot.6.1.9, Iamb. in Nic.p.22 P., etc.    2 principal, typical, ὀρχήσεις Luc.Salt.34 (Comp.), cf. 22 (Sup.).    II consisting of families, φυλαί D.H.4.14, etc.; of the family, νόμος CIG3467.54 (Sardis), cf. 2712 (Mylasa).    III sexual, ἁμάρτημα Hdn. 6.1.5 (dub.).    IV in kind, opp. ἀργυρικός, λόγος PFlor.77.7 (iii A. D.).    V Gramm., ἡ γενική (sc. πτῶσις) genitive case, Stoic.2.59, D.T.636, etc.

German (Pape)

[Seite 482] zum Geschlecht gehörig; dah. seit Arist. top. 1, 5. 7 bes. bei Sp., wie Luc. salt. 34 u. Dion. H., der Gegensatz von εἰδικός, generell; so adv. = im Allgemeinen, M. Ant. 8, 55. – Bei Dion. Hal. = die römischen gentes betreffend, z. B. 4, 14 φυλαί. – Bei Gramm. ἡ γ., sc. πτῶσις, casus genitivus.

Greek (Liddell-Scott)

γενικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ γένος, τοῦ γένους, ἀντίθ. τῷ εἰδικός, Ἀριστ. Τοπ. 1. 5, 7· ἡ διαφορὰ γ. ὁ αὐτ. 1. 4·- ἐπίρρ.–κῶς Μ. Ἀντων. 8. 55. ΙΙ. = Λατ. gentiles, Διον. Ἁλ. 4. 14, κτλ. τῆς οἰκογενείας, νόμος Συλλ. Ἐπιγρ. 3167, πρβλ. 2712. ΙΙΙ. σαρκικός, ἁμάρτημα Ἡρῳδιαν. 5. 1. IV. παρὰ γραμμ., ἡ γενικὴ (ἐνν. πτῶσις). V. παρὰ Βυζ. ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ τὸ θησαυροφυλάκιον, τὸ γ., τὸ ταμεῖον, τὸ θησαυροφυλάκιον, Δουκάγγ. Graec. Inf. Lex.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne la race;
2 t. de gramm. ἡ γενική (πτῶσις) le génitif.
Étymologie: γένος.