περιχαράσσω: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(6_5) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιχᾰράσσω''': Ἀττ. -ττω, χαράττω ὁλόγυρα, ὀδόντας Γαλην. 10. 616. ― χαράττω γράμματα τὰ ὁποῖα σχηματίζουσι κύκλους ἢ μέρη κύκλων [[οἷον]] τὰ γράμματα. O. P. C, ἴδε Bourdin εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 782. ― Παθ., [[φύλλον]] περικεχαραγμένον, ἔχον ὁλόγυρα ἐγκοπάς, πριονοειδές, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5, κτλ. 3. 10, 5. ΙΙ. [[διαγράφω]] [[μέρος]] τι τῆς διαθήκης, Πανδέκτ. | |lstext='''περιχᾰράσσω''': Ἀττ. -ττω, χαράττω ὁλόγυρα, ὀδόντας Γαλην. 10. 616. ― χαράττω γράμματα τὰ ὁποῖα σχηματίζουσι κύκλους ἢ μέρη κύκλων [[οἷον]] τὰ γράμματα. O. P. C, ἴδε Bourdin εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 782. ― Παθ., [[φύλλον]] περικεχαραγμένον, ἔχον ὁλόγυρα ἐγκοπάς, πριονοειδές, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5, κτλ. 3. 10, 5. ΙΙ. [[διαγράφω]] [[μέρος]] τι τῆς διαθήκης, Πανδέκτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ και [[περιχαράζω]] Ν και περιχαράττω Α<br /><b>1.</b> [[χαράζω]], [[σημειώνω]] [[γραμμή]] ή [[σκάβω]] λάκκο ή τάφρο [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[χαράζω]], [[ορίζω]] τα όρια, τα [[σύνορα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>περιχαράσσομαι</i><br />(για την [[αυγή]]) [[αρχίζω]] να [[φαίνομαι]], [[αρχίζω]] να [[χαράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[περικόπτω]] τα ούλα για να [[διευκολύνω]] την [[εξαγωγή]] δοντιού<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> έχω [[ολόγυρα]] εγκοπές. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. περιχαράττω,
A entrench all round, χωρίον τάφρῳ Str.15.1.42: in Medicine, demarcate, Dsc.1.72, 2.112; also, detach from gums all round, ὀδόντας Gal.14.431 :—Pass., φύλλον περικεχαραγμένον serrated, cj. Scalig. in Thphr.HP3.12.5, cf. 3.14.1.
German (Pape)
[Seite 600] attisch -ττω, ringsherum, am Rande einschneiden, ritzen, Theophr. u. Sp. – Bes. auch solche Buchstaben eingraben, welche einen ganzen oder halben Cirkel beschreiben, wie Ο, Ρ, vgl. Interprett. zu Ar. Th. 788.
Greek (Liddell-Scott)
περιχᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, χαράττω ὁλόγυρα, ὀδόντας Γαλην. 10. 616. ― χαράττω γράμματα τὰ ὁποῖα σχηματίζουσι κύκλους ἢ μέρη κύκλων οἷον τὰ γράμματα. O. P. C, ἴδε Bourdin εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 782. ― Παθ., φύλλον περικεχαραγμένον, ἔχον ὁλόγυρα ἐγκοπάς, πριονοειδές, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5, κτλ. 3. 10, 5. ΙΙ. διαγράφω μέρος τι τῆς διαθήκης, Πανδέκτ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και περιχαράζω Ν και περιχαράττω Α
1. χαράζω, σημειώνω γραμμή ή σκάβω λάκκο ή τάφρο γύρω από κάτι
2. χαράζω, ορίζω τα όρια, τα σύνορα
μσν.
μέσ. περιχαράσσομαι
(για την αυγή) αρχίζω να φαίνομαι, αρχίζω να χαράζω
αρχ.
1. ιατρ. περικόπτω τα ούλα για να διευκολύνω την εξαγωγή δοντιού
2. παθ. έχω ολόγυρα εγκοπές.