περιχάσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source
(6_5)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιχάσκω''': ἀόρ. β΄ περιέχᾰνον καὶ πρκμ. περικέχηνα (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. [[περιχαίνω]], [[ὅπερ]] μόνον παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Φώτ.) ― [[Ἀνοίγω]] [[μεγάλως]] τὸ [[στόμα]] μου, Ἱππ. 469. 70. ΙΙ. [[καταπίνω]] μὲ τὸ [[στόμα]] ἀνοικτόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6, Αἰλ. π. Ζ. 4. 33, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3· π. τὸν ἀέρα Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 22· [[λαμβάνω]] εἰς τὸ [[στόμα]], τι Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. 2) [[χάσκω]] [[πρός]] τι, τι Φώτ.· π. τινί, [[χάσκω]] διά τι [[πρᾶγμα]], Κλήμ. Ἀλ. 242.
|lstext='''περιχάσκω''': ἀόρ. β΄ περιέχᾰνον καὶ πρκμ. περικέχηνα (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. [[περιχαίνω]], [[ὅπερ]] μόνον παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Φώτ.) ― [[Ἀνοίγω]] [[μεγάλως]] τὸ [[στόμα]] μου, Ἱππ. 469. 70. ΙΙ. [[καταπίνω]] μὲ τὸ [[στόμα]] ἀνοικτόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6, Αἰλ. π. Ζ. 4. 33, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3· π. τὸν ἀέρα Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 22· [[λαμβάνω]] εἰς τὸ [[στόμα]], τι Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. 2) [[χάσκω]] [[πρός]] τι, τι Φώτ.· π. τινί, [[χάσκω]] διά τι [[πρᾶγμα]], Κλήμ. Ἀλ. 242.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] πολύ το [[στόμα]] μου, έχω το [[στόμα]] μου ορθάνοιχτο<br /><b>2.</b> [[χάβω]], [[ανοίγω]] πολύ το [[στόμα]] μου και το [[κλείνω]] απότομα<br /><b>3.</b> [[μένω]] με το [[στόμα]] ανοιχτό, [[εκφράζω]] [[απορία]] και [[έκπληξη]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χάσκω]] «[[ανοίγω]] το [[στόμα]]»].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχάσκω Medium diacritics: περιχάσκω Low diacritics: περιχάσκω Capitals: ΠΕΡΙΧΑΣΚΩ
Transliteration A: pericháskō Transliteration B: perichaskō Transliteration C: perichasko Beta Code: perixa/skw

English (LSJ)

aor. 2 περιέχᾰνον and pf. περικέχηνα (as if from περιχαίνω, which is post-classical):—

   A open the mouth wide, gape, Hp. Morb.2.26, Phld.Rh.1.194S.    b open a girdle, Heliod. ap. Orib. 48.58.5 (s.v.l.).    II close the jaws over, take into the mouth, Arist. HA604b18, D.S.10.18, Dsc.Eup.2.138, Luc.Merc.Cond.3, Ael.NA4.33, Hippiatr.119; π. τὸν ἀέρα snap at the air, of a lion, Ach.Tat. 2.22.

German (Pape)

[Seite 600] Nebenform von περιχαίνω, nur im praes. u. imperf. gebr. (s. χάσκω), Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

περιχάσκω: ἀόρ. β΄ περιέχᾰνον καὶ πρκμ. περικέχηνα (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. περιχαίνω, ὅπερ μόνον παρὰ μεταγεν., οἷον Φώτ.) ― Ἀνοίγω μεγάλως τὸ στόμα μου, Ἱππ. 469. 70. ΙΙ. καταπίνω μὲ τὸ στόμα ἀνοικτόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6, Αἰλ. π. Ζ. 4. 33, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3· π. τὸν ἀέρα Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 22· λαμβάνω εἰς τὸ στόμα, τι Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. 2) χάσκω πρός τι, τι Φώτ.· π. τινί, χάσκω διά τι πρᾶγμα, Κλήμ. Ἀλ. 242.

Greek Monolingual

Α
1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, έχω το στόμα μου ορθάνοιχτο
2. χάβω, ανοίγω πολύ το στόμα μου και το κλείνω απότομα
3. μένω με το στόμα ανοιχτό, εκφράζω απορία και έκπληξη για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χάσκω «ανοίγω το στόμα»].