χειμερίζω: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειμερίζω''': [[χειμάζω]] Ι. 2, [[διέρχομαι]] τὸν χειμῶνα, [[διαχειμάζω]], χειμερίσας περὶ Μίλητον Ἡρόδ. 6. 31· χειμερίσας τε ἄμεινον [[εἶναι]] ἐν Θεσσαλίῃ 8. 113· [[ἐνθαῦτα]] χ. 7. 37· αἱ δὲ τῶν [[νηῶν]] καὶ ἐχειμέρισαν [[αὐτοῦ]] 8, 130· οὐχὶ παρ’ Ἀττ. ΙΙ. χειμωνιάζω, ἐὰν [[λύχνος]] [[ὥσπερ]] κέγχροις πολλοῖς [[κατάπλεως]] ᾖ, χειμερίσει, θὰ χειμωνιάσῃ, θὰ γίνῃ [[τρικυμία]], Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 3. 5. | |lstext='''χειμερίζω''': [[χειμάζω]] Ι. 2, [[διέρχομαι]] τὸν χειμῶνα, [[διαχειμάζω]], χειμερίσας περὶ Μίλητον Ἡρόδ. 6. 31· χειμερίσας τε ἄμεινον [[εἶναι]] ἐν Θεσσαλίῃ 8. 113· [[ἐνθαῦτα]] χ. 7. 37· αἱ δὲ τῶν [[νηῶν]] καὶ ἐχειμέρισαν [[αὐτοῦ]] 8, 130· οὐχὶ παρ’ Ἀττ. ΙΙ. χειμωνιάζω, ἐὰν [[λύχνος]] [[ὥσπερ]] κέγχροις πολλοῖς [[κατάπλεως]] ᾖ, χειμερίσει, θὰ χειμωνιάσῃ, θὰ γίνῃ [[τρικυμία]], Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 3. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=hiverner.<br />'''Étymologie:''' [[χειμέριος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
A = χειμάζω 1.2, pass the winter, winter, περὶ Μίλητον Hdt.6.31; περὶ Θεσσαλίην 8.126; ἐνθαῦτα 7.37; ἐν Κύμῃ, αὐτοῦ, 8.130; also in later Prose, D.H.15.10; μετὰ τῶν λόγων Them.Or.10.130a. II to be stormy, Thphr.Sign.42.
German (Pape)
[Seite 1342] att. -ιῶ, wie χειμάζω, durchwintern, den Winter zubringen; Her. 6, 31. 7, 37. 8, 126. 130 u. sonst; Hesych. erkl. διαχειμάζω.
Greek (Liddell-Scott)
χειμερίζω: χειμάζω Ι. 2, διέρχομαι τὸν χειμῶνα, διαχειμάζω, χειμερίσας περὶ Μίλητον Ἡρόδ. 6. 31· χειμερίσας τε ἄμεινον εἶναι ἐν Θεσσαλίῃ 8. 113· ἐνθαῦτα χ. 7. 37· αἱ δὲ τῶν νηῶν καὶ ἐχειμέρισαν αὐτοῦ 8, 130· οὐχὶ παρ’ Ἀττ. ΙΙ. χειμωνιάζω, ἐὰν λύχνος ὥσπερ κέγχροις πολλοῖς κατάπλεως ᾖ, χειμερίσει, θὰ χειμωνιάσῃ, θὰ γίνῃ τρικυμία, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 3. 5.
French (Bailly abrégé)
hiverner.
Étymologie: χειμέριος.