λευκόφαιος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(6_17)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόφαιος''': -ον, ἔχων [[χρῶμα]] μεταξὺ λευκοῦ καὶ φαιοῦ, «στακτερός», Ἀθήν. 78A, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 129.
|lstext='''λευκόφαιος''': -ον, ἔχων [[χρῶμα]] μεταξὺ λευκοῦ καὶ φαιοῦ, «στακτερός», Ἀθήν. 78A, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 129.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[λευκόφαιος]], -ον)<br />σταχτόχρωμος, [[σταχτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λευκόφαιος]] [[παγετός]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[απόθεση]] κρυστάλλων πάγου στην [[επιφάνεια]] αντικειμένων εκτεθειμένων στον ελεύθερο αέρα, όπως [[είναι]] το [[γρασίδι]], τα φύλλα και τα κλαδιά τών δέντρων.
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόφαιος Medium diacritics: λευκόφαιος Low diacritics: λευκόφαιος Capitals: ΛΕΥΚΟΦΑΙΟΣ
Transliteration A: leukóphaios Transliteration B: leukophaios Transliteration C: lefkofaios Beta Code: leuko/faios

English (LSJ)

ον,

   A whitish grey, ash-coloured, πρόβατον PHib.1.32.13 (iii B.C.); χιτών PCair.Zen.433.9 (iii B.C.), cf. Ath.3.78a, Poll.7.129; καρπός prob.in Posidon.3 J.

German (Pape)

[Seite 35] weißgrau, aschgrau, σῦκα, Ath. III, 78 a; Poll. 7, 129.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόφαιος: -ον, ἔχων χρῶμα μεταξὺ λευκοῦ καὶ φαιοῦ, «στακτερός», Ἀθήν. 78A, Πολυδ. Ζ΄, 129.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λευκόφαιος, -ον)
σταχτόχρωμος, σταχτής
νεοελλ.
φρ. «λευκόφαιος παγετός»
(μετεωρ.) απόθεση κρυστάλλων πάγου στην επιφάνεια αντικειμένων εκτεθειμένων στον ελεύθερο αέρα, όπως είναι το γρασίδι, τα φύλλα και τα κλαδιά τών δέντρων.