μεγαλογραφία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_11)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλογρᾰφία''': ἡ, τὸ ζωγραφεῖν μεγάλα πράγματα, Βιτρούβ. 7, 4.
|lstext='''μεγᾰλογρᾰφία''': ἡ, τὸ ζωγραφεῖν μεγάλα πράγματα, Βιτρούβ. 7, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλογραφία]], ἡ (Α) [[μεγαλογράφος]]<br />το να ζωγραφίζει [[κάποιος]] έχοντας [[μεγάλη]] [[κλίμακα]] θεμάτων.
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλογρᾰφία Medium diacritics: μεγαλογραφία Low diacritics: μεγαλογραφία Capitals: ΜΕΓΑΛΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: megalographía Transliteration B: megalographia Transliteration C: megalografia Beta Code: megalografi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A painting on a large scale, Vitr.7.4.4.

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, Malerei großer Gegenstände, Sp., Vitruv. 7, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλογρᾰφία: ἡ, τὸ ζωγραφεῖν μεγάλα πράγματα, Βιτρούβ. 7, 4.

Greek Monolingual

μεγαλογραφία, ἡ (Α) μεγαλογράφος
το να ζωγραφίζει κάποιος έχοντας μεγάλη κλίμακα θεμάτων.