μεγαλογραφία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_11) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλογρᾰφία''': ἡ, τὸ ζωγραφεῖν μεγάλα πράγματα, Βιτρούβ. 7, 4. | |lstext='''μεγᾰλογρᾰφία''': ἡ, τὸ ζωγραφεῖν μεγάλα πράγματα, Βιτρούβ. 7, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλογραφία]], ἡ (Α) [[μεγαλογράφος]]<br />το να ζωγραφίζει [[κάποιος]] έχοντας [[μεγάλη]] [[κλίμακα]] θεμάτων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A painting on a large scale, Vitr.7.4.4.
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, Malerei großer Gegenstände, Sp., Vitruv. 7, 4.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλογρᾰφία: ἡ, τὸ ζωγραφεῖν μεγάλα πράγματα, Βιτρούβ. 7, 4.
Greek Monolingual
μεγαλογραφία, ἡ (Α) μεγαλογράφος
το να ζωγραφίζει κάποιος έχοντας μεγάλη κλίμακα θεμάτων.