βιβλιοθήκη: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(6_9)
(7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βιβλιοθήκη''': ἡ, [[θήκη]] βιβλίων, Κρατῖν. Νεώτ. Ψευδ. 2. 2) συλλογὴ βιβλίων ἐν τάξει, Πολύβ. 12. 27, 4· - ἡ πρώτη [[μεγάλη]] βιβλιο
|lstext='''βιβλιοθήκη''': ἡ, [[θήκη]] βιβλίων, Κρατῖν. Νεώτ. Ψευδ. 2. 2) συλλογὴ βιβλίων ἐν τάξει, Πολύβ. 12. 27, 4· - ἡ πρώτη [[μεγάλη]] βιβλιο
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[βιβλιοθήκη]])<br /><b>1.</b> [[συλλογή]] βιβλίων με ορισμένη [[ταξινόμηση]]<br /><b>2.</b> [[έπιπλο]] ειδικά κατασκευασμένο για την [[τοποθέτηση]] βιβλίων<br /><b>3.</b> [[οίκημα]] στο οποίο στεγάζονται συλλογές βιβλίων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σειρά]] βιβλίων που αναφέρονται σε ορισμένο [[θέμα]] ή [[επιστήμη]] ή εκδίδονται από τον ίδιο εκδότη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κινητή [[βιβλιοθήκη]]» — ο [[πολυμαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχείο]] επίσημης αναγραφής γεγονότων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βιβλίον]] <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]]. Το ελλ. [[βιβλιοθήκη]] μέσω του λατ. <i>bibliotheca</i> εισήλθε και στην [[ξένη]] [[ορολογία]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>bibliotheque</i>, γερμ. <i>Bibliothek</i>].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβλιοθήκη Medium diacritics: βιβλιοθήκη Low diacritics: βιβλιοθήκη Capitals: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Transliteration A: bibliothḗkē Transliteration B: bibliothēkē Transliteration C: vivliothiki Beta Code: biblioqh/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A book-case, Cratin.Jun.11 (βυβλ-).    2 library, collection of books, Plb.12.27.4, LXX Es.2.23, Posidon.41, Phld.Sto. Herc.339.13 (βυβλ-), Str.13.1.54, al., J.AJ12.2.1; β. ἔμψυχος, of Longinus, Eun.VSp.456B.    3 record-office, registry, PTeb.389. 18 (ii A. D.); β. ἐγκτήσεων BGU76.1 (ii/iii A. D.); β. δημοσίων [λόγων] PRyl.291.1 (iii A. D.).    4 compilation from various sources, title of works by Apollod. and D.S.

German (Pape)

[Seite 444] ἡ, Bücherbehälter, Büchersammlung, Pol. 12, 27, 4; Strab. XIII, 384; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιοθήκη: ἡ, θήκη βιβλίων, Κρατῖν. Νεώτ. Ψευδ. 2. 2) συλλογὴ βιβλίων ἐν τάξει, Πολύβ. 12. 27, 4· - ἡ πρώτη μεγάλη βιβλιο

Greek Monolingual

η (AM βιβλιοθήκη)
1. συλλογή βιβλίων με ορισμένη ταξινόμηση
2. έπιπλο ειδικά κατασκευασμένο για την τοποθέτηση βιβλίων
3. οίκημα στο οποίο στεγάζονται συλλογές βιβλίων
νεοελλ.
1. σειρά βιβλίων που αναφέρονται σε ορισμένο θέμα ή επιστήμη ή εκδίδονται από τον ίδιο εκδότη
2. φρ. «κινητή βιβλιοθήκη» — ο πολυμαθής
αρχ.
αρχείο επίσημης αναγραφής γεγονότων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + θήκη. Το ελλ. βιβλιοθήκη μέσω του λατ. bibliotheca εισήλθε και στην ξένη ορολογία
πρβλ. γαλλ. bibliotheque, γερμ. Bibliothek].