Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλυπτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(6_12)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλυπτήρ''': ῆρος, ὁ, [[κάλυμμα]], [[θήκη]], «θηκάρι», Ἱππ. 893Β, Ἀριστ. Προβλ. 20. 9. 2) μικρὰ [[κίστη]], [[κιβώτιον]], Ἀριστ. Προβλ. 20. 9, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 4. 3) [[κέραμος]], «κεραμίδι», Διον. Ἁλ. 6. 92· καλ. ἀνθεμωτοί, Ἐπιγρ. παρὰ Ussing σ. 68· καλυπτῆρες κορινθιουργεῖς [[Πολυδ]]. Ι΄, 157. 4) ἐν τῷ πληθ., τὰ μακρὰ πτερὰ τῶν ἁρπακτικῶν ὀρνέων, Δημητρ. Ἱερακοσ. 17. 5) μεταφ., ἐπὶ τῶν εὐπατριδῶν καὶ πλουσίων κατοίκων πόλεως, ὁ καλύπτων καὶ ἐπισκιάζων τοὺς κατωτέρους αὑτοῦ, τῆς πόλιος καλυπτῆρες καὶ τῇ γενῇ φυσῶντες Ἡρώνδ. Π. 31.
|lstext='''καλυπτήρ''': ῆρος, ὁ, [[κάλυμμα]], [[θήκη]], «θηκάρι», Ἱππ. 893Β, Ἀριστ. Προβλ. 20. 9. 2) μικρὰ [[κίστη]], [[κιβώτιον]], Ἀριστ. Προβλ. 20. 9, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 4. 3) [[κέραμος]], «κεραμίδι», Διον. Ἁλ. 6. 92· καλ. ἀνθεμωτοί, Ἐπιγρ. παρὰ Ussing σ. 68· καλυπτῆρες κορινθιουργεῖς [[Πολυδ]]. Ι΄, 157. 4) ἐν τῷ πληθ., τὰ μακρὰ πτερὰ τῶν ἁρπακτικῶν ὀρνέων, Δημητρ. Ἱερακοσ. 17. 5) μεταφ., ἐπὶ τῶν εὐπατριδῶν καὶ πλουσίων κατοίκων πόλεως, ὁ καλύπτων καὶ ἐπισκιάζων τοὺς κατωτέρους αὑτοῦ, τῆς πόλιος καλυπτῆρες καὶ τῇ γενῇ φυσῶντες Ἡρώνδ. Π. 31.
}}
{{elru
|elrutext='''καλυπτήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> покров, покрывало Arst.;<br /><b class="num">2)</b> крышка (τῆς θήκης Diod.).
}}
}}

Revision as of 12:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλυπτήρ Medium diacritics: καλυπτήρ Low diacritics: καλυπτήρ Capitals: ΚΑΛΥΠΤΗΡ
Transliteration A: kalyptḗr Transliteration B: kalyptēr Transliteration C: kalyptir Beta Code: kalupth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A covering, sheath, Hp.Haem.4; νάρθηκας ἢ κ. Arist.Pr.923b25, cf. Thphr.CP5.6.4.    2 cover, LXXNu.4.13; lid, D.S.18.26: metaph., γῆ ᾅδου κ. Secund.Sent.15.    3 pl., tiles, IG22.463.71, D.H.6.92; κ. ἀνθεμωτοί IG22.1627.306 (sg.), BCH35.76 (Delos, ii B.C.), IG7.3498.61 (Oropus, ii B.C.), Demioprat. ap. Poll.10.157.    4 metaph., οἱ τῆς πόλιος κ. 'pillars of society', Herod.2.31.

German (Pape)

[Seite 1315] ῆρος, ὁ, der Verhüllende, der Schleier, die Decke, Arist. Probl. 20, 9 u. Sp.; Deckel, D. Sic. 18, 26; Dachziegel, D. Hal. 6, 92 Poll. 10, 157; die Flügelfedern der Raubvögel, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλυπτήρ: ῆρος, ὁ, κάλυμμα, θήκη, «θηκάρι», Ἱππ. 893Β, Ἀριστ. Προβλ. 20. 9. 2) μικρὰ κίστη, κιβώτιον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 9, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 4. 3) κέραμος, «κεραμίδι», Διον. Ἁλ. 6. 92· καλ. ἀνθεμωτοί, Ἐπιγρ. παρὰ Ussing σ. 68· καλυπτῆρες κορινθιουργεῖς Πολυδ. Ι΄, 157. 4) ἐν τῷ πληθ., τὰ μακρὰ πτερὰ τῶν ἁρπακτικῶν ὀρνέων, Δημητρ. Ἱερακοσ. 17. 5) μεταφ., ἐπὶ τῶν εὐπατριδῶν καὶ πλουσίων κατοίκων πόλεως, ὁ καλύπτων καὶ ἐπισκιάζων τοὺς κατωτέρους αὑτοῦ, τῆς πόλιος καλυπτῆρες καὶ τῇ γενῇ φυσῶντες Ἡρώνδ. Π. 31.

Russian (Dvoretsky)

καλυπτήρ: ῆρος ὁ
1) покров, покрывало Arst.;
2) крышка (τῆς θήκης Diod.).