ἔδαφος: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔδᾰφος''': -εος, τό: (ἴδε ἐν λ. ὁδός, [[ὀδός]], [[οὖδας]])· - ὁ [[πυθμήν]], τὸ θεμέλιον, ἡ βάσις παντὸς πράγματος, Θουκ. 1. 10· [[ἔδαφος]] [[νηός]], τὸ ἐντὸς κοῖλον τῆς [[νεώς]], τὸ κατώτατον [[κύτος]] αὐτῆς, Ὀδ. Ε. 249· [[ἔδαφος]] πλοίου Δημ. 883. 22, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 6· ἔδ. ποταμοῦ, θαλάττης Ξεν. Κύρ. 7. 5, 18, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 18· ποτηρίου Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 2. 2) τὸ κατάγειον [[μέρος]] τῆς οἰκίας, τὸ [[δάπεδον]], οἴκου Ἡρόδ. 8. 137· καθαιρεῖν εἰς τὸ [[ἔδαφος]], κατεδαφίζειν, Θουκ. 3. 68. 3) [[τόπος]], γῆ, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι Αἰσχίν. 72. 41, πρβλ. Δημ. 809, ἐν τέλει· ἐχθρὸς τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει Δημ. 99. 19., 134, 14: - [[ὡσαύτως]] γῆ ὑπὸ ἔποψιν ποιότητος, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 11, 8, κτλ.· πλ., ἐδάφη, γαῖαι, χωράφια (ὡς κτήματα), Ἰσαῖος 88. 22, πρβλ. Δημ. 803, ἐν τέλει, Συλλ. Ἐπιγρ. 162. 17. 4) μεταφ. τὸ ἀρχικὸν κείμενον συγγράμματος, τὸ πρωτότυπον Γαλην. τ. 17. 1, σ. 909Κ. | |lstext='''ἔδᾰφος''': -εος, τό: (ἴδε ἐν λ. ὁδός, [[ὀδός]], [[οὖδας]])· - ὁ [[πυθμήν]], τὸ θεμέλιον, ἡ βάσις παντὸς πράγματος, Θουκ. 1. 10· [[ἔδαφος]] [[νηός]], τὸ ἐντὸς κοῖλον τῆς [[νεώς]], τὸ κατώτατον [[κύτος]] αὐτῆς, Ὀδ. Ε. 249· [[ἔδαφος]] πλοίου Δημ. 883. 22, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 6· ἔδ. ποταμοῦ, θαλάττης Ξεν. Κύρ. 7. 5, 18, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 18· ποτηρίου Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 2. 2) τὸ κατάγειον [[μέρος]] τῆς οἰκίας, τὸ [[δάπεδον]], οἴκου Ἡρόδ. 8. 137· καθαιρεῖν εἰς τὸ [[ἔδαφος]], κατεδαφίζειν, Θουκ. 3. 68. 3) [[τόπος]], γῆ, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι Αἰσχίν. 72. 41, πρβλ. Δημ. 809, ἐν τέλει· ἐχθρὸς τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει Δημ. 99. 19., 134, 14: - [[ὡσαύτως]] γῆ ὑπὸ ἔποψιν ποιότητος, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 11, 8, κτλ.· πλ., ἐδάφη, γαῖαι, χωράφια (ὡς κτήματα), Ἰσαῖος 88. 22, πρβλ. Δημ. 803, ἐν τέλει, Συλλ. Ἐπιγρ. 162. 17. 4) μεταφ. τὸ ἀρχικὸν κείμενον συγγράμματος, τὸ πρωτότυπον Γαλην. τ. 17. 1, σ. 909Κ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εος, -ους (τό) :<br /><b>1</b> fondement (du sol ; d’une maison, <i>etc.</i>) : καθαιρεῖν [[εἰς]] τὸ [[ἔδαφος]] THC, [[εἰς]] [[ἔδαφος]] καταβάλλειν PLUT détruire jusqu’aux fondements ; ἐχθρὸς [[τῷ]] τῆς πόλεως ἐδάφει DÉM ennemi du fondement même de l’État, <i>càd</i> ennemi mortel;<br /><b>2</b> fond solide (d’un fleuve) ; fond de cale d’un navire;<br /><b>3</b> pavé (d’une maison).<br />'''Étymologie:''' R. Σεδ, être assis, être sédentaire, être fixe, d’où ἕζω ; cf. [[οὖδας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A bottom, foundation, base of anything, τῆς κατασκευῆς τὰ ἐ. Th.1.10; ἔ. νηός bottom of a ship, Od.5.249; ἔ. πλοίου D.32.5, cf. Pherecr.12; ἔ. ποταμοῦ, τῆς θαλάττης, X.Cyr.7.5.18, Arist.HA534a11; [ποτηρίου] Pherecr.143.2. 2 ground-floor, pavement, οἴκου Hdt.8.137; καθελεῖν ἐς ἔ. raze to the ground, Th. 3.68; τὸ ἔ. ὁμαλίσασι IG11(2).161 A57 (Delos, iii B.C.); ἔπεσον εἰς τὸ ἔ. Act.Ap.22.7; ἀπὸ ἐδάφους μέχρι παντὸς ὕψους CPR95.17 (iii A. D.), etc. 3 ground, soil, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι for our country's soil, Aeschin.3.134, cf. D.26.11 (pl.); ἐχθρὸς τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει, of a mortal foe, Id.8.39, 10.11; ὀκρυόειν ἔ. Eleg.Alex. Adesp. 1.7; soil, viewed in regard to its quality, Thphr.CP2.4.1 (pl.), 4.11.8: pl., ἐδάφη lands and tenements (incl. houses), Is.11.42, IG 2.780, PTeb.302.10 (i A.D.); also, masses of earth, Epicur.Ep.2p.48U. 4 text of a manuscript, opp. margin (μέτωπον), Gal.16.837, 18(2).864. b manuscript, Id.16.468 (s.v.l.). 5 background of puppet-theatre, Hero Aut.30.1, al.
German (Pape)
[Seite 715] τό (ἕδος), Sitz, Grundlage, Boden; νηός Od. 5, 279; πλοίου Dem. 32, 5, wie Plut. Thes. 19; καθελόντες εἰς ἔδαφος Thuc. 3, 68, bis auf den Grund zerstören, dem Erdboden gleich machen, κατασκάπτειν εἰς ἔδ. 4, 109; vgl. Pol. 4, 67, 10; Grund u. Boden, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι Aesch. 3, 134; ὑπὲρ αὐτῶν τῶν ἐδαφῶν ἐν κινδύνῳ (Th. Mag. ἐδάφων), Dem. 26, 11; θαλάσσης Arist. H. A. 4, 8; ποταμοῦ Xen. Cyr. 7, 5, 18; Fußboden, Estrich, Ath. XII, 542 d; Poll. 1, 80. – Grundstück, Inscr. I p. 287, 5. – Bei Sp. der Grundtext, Urschrift.
Greek (Liddell-Scott)
ἔδᾰφος: -εος, τό: (ἴδε ἐν λ. ὁδός, ὀδός, οὖδας)· - ὁ πυθμήν, τὸ θεμέλιον, ἡ βάσις παντὸς πράγματος, Θουκ. 1. 10· ἔδαφος νηός, τὸ ἐντὸς κοῖλον τῆς νεώς, τὸ κατώτατον κύτος αὐτῆς, Ὀδ. Ε. 249· ἔδαφος πλοίου Δημ. 883. 22, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 6· ἔδ. ποταμοῦ, θαλάττης Ξεν. Κύρ. 7. 5, 18, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 18· ποτηρίου Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 2. 2) τὸ κατάγειον μέρος τῆς οἰκίας, τὸ δάπεδον, οἴκου Ἡρόδ. 8. 137· καθαιρεῖν εἰς τὸ ἔδαφος, κατεδαφίζειν, Θουκ. 3. 68. 3) τόπος, γῆ, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι Αἰσχίν. 72. 41, πρβλ. Δημ. 809, ἐν τέλει· ἐχθρὸς τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει Δημ. 99. 19., 134, 14: - ὡσαύτως γῆ ὑπὸ ἔποψιν ποιότητος, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 11, 8, κτλ.· πλ., ἐδάφη, γαῖαι, χωράφια (ὡς κτήματα), Ἰσαῖος 88. 22, πρβλ. Δημ. 803, ἐν τέλει, Συλλ. Ἐπιγρ. 162. 17. 4) μεταφ. τὸ ἀρχικὸν κείμενον συγγράμματος, τὸ πρωτότυπον Γαλην. τ. 17. 1, σ. 909Κ.
French (Bailly abrégé)
εος, -ους (τό) :
1 fondement (du sol ; d’une maison, etc.) : καθαιρεῖν εἰς τὸ ἔδαφος THC, εἰς ἔδαφος καταβάλλειν PLUT détruire jusqu’aux fondements ; ἐχθρὸς τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει DÉM ennemi du fondement même de l’État, càd ennemi mortel;
2 fond solide (d’un fleuve) ; fond de cale d’un navire;
3 pavé (d’une maison).
Étymologie: R. Σεδ, être assis, être sédentaire, être fixe, d’où ἕζω ; cf. οὖδας.