ἐκγράφω: Difference between revisions
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκγράφω''': ᾰ, [[γράφω]] ἔκ τινος, [[ἀντιγράφω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1842: - Μέσ., [[γράφω]] ἔκ τινος, ἢ [[ἀντιγράφω]] δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν, χρησμὸν παρὰ τἀπόλλωνος ἐκγράψασθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 982· Μορσίμου ῥῆσιν ἐκγράψασθαι ὁ αὐτ. Βάτρ. 151· πρβλ. Δη. 1180. 23, κτλ. ΙΙ. [[ἀπαλείφω]], [[ἐξαλείφω]], [[διαγράφω]] ἀπὸ τοῦ καταλόγου παρ’ Ἀνδοκ. 10. 37, Διον. Ἁλ. 18. 22. | |lstext='''ἐκγράφω''': ᾰ, [[γράφω]] ἔκ τινος, [[ἀντιγράφω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1842: - Μέσ., [[γράφω]] ἔκ τινος, ἢ [[ἀντιγράφω]] δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν, χρησμὸν παρὰ τἀπόλλωνος ἐκγράψασθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 982· Μορσίμου ῥῆσιν ἐκγράψασθαι ὁ αὐτ. Βάτρ. 151· πρβλ. Δη. 1180. 23, κτλ. ΙΙ. [[ἀπαλείφω]], [[ἐξαλείφω]], [[διαγράφω]] ἀπὸ τοῦ καταλόγου παρ’ Ἀνδοκ. 10. 37, Διον. Ἁλ. 18. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=effacer d’une liste, rayer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκγράφομαι transcrire pour soi, faire transcrire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[βιβάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ],
A write out, copy, IG9(1).687.12 (Corc.), cf. CIG2266 (Delos) :—Med., copy for oneself, [χρησμὸν] παρὰ τἀπόλλωνος ἐξεγραψάμην Ar.Av.982 ; Μορσίμου ῥῆσιν ἐξεγράψατο Id.Ra.151, cf.D.48.48, etc. II strike out, expunge from a list, IG12.84.28, Decr. ap. And.1.77 (Pass.) ; τινὰ τῆς βουλῆς D.H.19.18. (Written ἐγγρ- IG 5(2).357.14 (Stymphalus, iii B.C.).)
German (Pape)
[Seite 756] 1) aus-, abschreiben, Inscr. 1842. Im med., für sich abschreiben, Ar. Ran. 151; τὰς συνθήκας, abschreiben lassen, Dem. 48, 48. 49, 43; Sp., wie Ath. I, 4 c. – 2) ausstreichen, aus einer Liste, εἴ τις μὴ ἐξεγράφη Andoc. 1, 77; vgl. D. Hal. 18, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκγράφω: ᾰ, γράφω ἔκ τινος, ἀντιγράφω, Συλλ. Ἐπιγρ. 1842: - Μέσ., γράφω ἔκ τινος, ἢ ἀντιγράφω δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν, χρησμὸν παρὰ τἀπόλλωνος ἐκγράψασθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 982· Μορσίμου ῥῆσιν ἐκγράψασθαι ὁ αὐτ. Βάτρ. 151· πρβλ. Δη. 1180. 23, κτλ. ΙΙ. ἀπαλείφω, ἐξαλείφω, διαγράφω ἀπὸ τοῦ καταλόγου παρ’ Ἀνδοκ. 10. 37, Διον. Ἁλ. 18. 22.
French (Bailly abrégé)
effacer d’une liste, rayer;
Moy. ἐκγράφομαι transcrire pour soi, faire transcrire.
Étymologie: ἐκ, βιβάζω.