μεγαλοκαμπής: Difference between revisions
From LSJ
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
(6_7) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλοκαμπής''': -ές, ὁ ἔχων μεγάλην καμπήν, [[σφόδρα]] κεκαμμένος, Ὀρειβάσ. σ. 38 Mai. | |lstext='''μεγᾰλοκαμπής''': -ές, ὁ ἔχων μεγάλην καμπήν, [[σφόδρα]] κεκαμμένος, Ὀρειβάσ. σ. 38 Mai. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλοκαμπής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[καμπή]], πολύ κεκαμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>καμπής</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A with a large curve, Orib.45.6.6.
German (Pape)
[Seite 106] ές, sehr gekrümmt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοκαμπής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλην καμπήν, σφόδρα κεκαμμένος, Ὀρειβάσ. σ. 38 Mai.
Greek Monolingual
μεγαλοκαμπής, -ές (Α)
αυτός που έχει μεγάλη καμπή, πολύ κεκαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -καμπής (< κάμπτω, πρβλ. ευ-καμπής)].