κόκκυξ: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόκκυξ''': -ῡγος, ὁ, ὁ «κοῦκκος», [[οὕτως]] ὀνομασθεὶς ἐκ τῆς κραυγῆς [[αὐτοῦ]] [[κόκκυ]] (ὃ ἴδε), Λατ. coculus, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 484, Ἀριστοφ. Ὄρν. 504, κτλ.· ἦτο ἱερὸς τῆς Ἥρας καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ σκήπτρου αὐτῆς, Παυσ. 2. 17, 4· ― ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 598, ἐχειροτόνησάν με κόκκυγές γε [[τρεῖς]], δηλ. [[τρεῖς]] φίλοι, οἱ ὁποῖοι ἐβόησαν ἐπανειλημμένως [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ, [[ὥστε]] νὰ φανῶσι [[πλεονάκις]] [[τρεῖς]]· [[διότι]], [[ὁπόταν]] ὁ [[κόκκυξ]] φωνήσῃ, φαίνεται ὡς νὰ [[εἶναι]] ὁ [[τόπος]] [[πλήρης]] κοκκύγων· [[οὕτως]] ὁ Ἡσύχ. «κόκκυγες· ἐπὶ ὑπονοηθέντων πλειόνων [[εἶναι]] καὶ ὀλίγων ὄντων»· περὶ τῆς φύσεως, τῶν ἕξεων κτλ. τοῦ κόκκυγος, ὅρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 7., 9. 29. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, περὶ οὗ ἐλέγετο ὅτι ποιεῖ ψόφον τινὰ ἔχοντα ὁμοιότητα πρὸς τὴν φωνὴν τοῦ κόκκυγος, Ἱππ. 543. 39, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 5., 8. 13, 3. ΙΙΙ. = [[ὄλυνθος]], Λατ. grossus, [[εἶδος]] σύκου πρωΐμως ὡριμάζοντος, Νικ. Θηρ. 854. IV. «τοῦ ἱεροῦ ὀστέου τοῦ πρὸς τοῖς ἰσχίοις» (Ἡσύχ.) Γαλην. τ. 2. σ. 762, 8 κτλ. | |lstext='''κόκκυξ''': -ῡγος, ὁ, ὁ «κοῦκκος», [[οὕτως]] ὀνομασθεὶς ἐκ τῆς κραυγῆς [[αὐτοῦ]] [[κόκκυ]] (ὃ ἴδε), Λατ. coculus, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 484, Ἀριστοφ. Ὄρν. 504, κτλ.· ἦτο ἱερὸς τῆς Ἥρας καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ σκήπτρου αὐτῆς, Παυσ. 2. 17, 4· ― ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 598, ἐχειροτόνησάν με κόκκυγές γε [[τρεῖς]], δηλ. [[τρεῖς]] φίλοι, οἱ ὁποῖοι ἐβόησαν ἐπανειλημμένως [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ, [[ὥστε]] νὰ φανῶσι [[πλεονάκις]] [[τρεῖς]]· [[διότι]], [[ὁπόταν]] ὁ [[κόκκυξ]] φωνήσῃ, φαίνεται ὡς νὰ [[εἶναι]] ὁ [[τόπος]] [[πλήρης]] κοκκύγων· [[οὕτως]] ὁ Ἡσύχ. «κόκκυγες· ἐπὶ ὑπονοηθέντων πλειόνων [[εἶναι]] καὶ ὀλίγων ὄντων»· περὶ τῆς φύσεως, τῶν ἕξεων κτλ. τοῦ κόκκυγος, ὅρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 7., 9. 29. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, περὶ οὗ ἐλέγετο ὅτι ποιεῖ ψόφον τινὰ ἔχοντα ὁμοιότητα πρὸς τὴν φωνὴν τοῦ κόκκυγος, Ἱππ. 543. 39, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 5., 8. 13, 3. ΙΙΙ. = [[ὄλυνθος]], Λατ. grossus, [[εἶδος]] σύκου πρωΐμως ὡριμάζοντος, Νικ. Θηρ. 854. IV. «τοῦ ἱεροῦ ὀστέου τοῦ πρὸς τοῖς ἰσχίοις» (Ἡσύχ.) Γαλην. τ. 2. σ. 762, 8 κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υγος (ὁ) :<br />coucou, oiseau.<br />'''Étymologie:''' onomatopée, v. [[κόκκυ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ῡγος, ὁ,
A cuckoo, Hes.Op.486, Epich.164, Ar.Av.504, Arist. HA563b14, 618a8; sacred to Hera, Paus.2.17.4; ἐχειροτόνησάν με—κόκκυγές γε τρεῖς, i.e. three fellows who voted over and over again, Ar.Ach.598, cf. κόκκυγες· ἐπὶ ὑπονοηθέντων πλειόνων εἶναι καὶ ὀλίγων ὄντων, Hsch.; μῆλον κόκκυγος, = κοκκύμηλον, Nic.Fr.87. 2 stammerer, nickname of Battus, Sch.Pi.P.4.1. II a sea-fish, piper, Trigla cuculus, said to make a sound like cuckoo, Hp.Int.21, Arist. HA535b18, 598a15, Numen. ap. Ath.7.309f, Speus. ap. eund.7.324f, Opp.H.1.97. III = ὄλυνθος, a fig that ripens early, Nic. Th. 854. IV Medic., os coccygis, Ruf.Onom.114, Gal.2.762; but τρητὸς κ., = the whole os sacrum, Poll.2.183. V mark on a horse's shoulder, Hippiatr.14, 26, 115.
German (Pape)
[Seite 1471] υγος, ὁ, 1) der Kuckuck, nach seinem Geschrei benannt, Hes. O. 484. Er war der Here heilig u. saß auf ihrem Scepter, Paus. 2, 17, 4. – 2) ein Meerfisch, der Knorrhahn, der einen kuckuckähnlichen Ton von sich geben soll, Arist. H. A. 4, 9. – 3) eine frühzeitige Feige, welche um die Zeit reift wenn der Kuckuck ruft, sonst ὄλυνθος; Hippocr., Nic. Ther. 853. – 4) das Kuckucks- oder Steißbein, Galen. u. a. Medic. – 5) als Schimpfwort von geilen und liederlichen Menschen, da der Kuckuck seine Eier in fremde Nester legt u. darin ausbrüten läßt u. somit als eine Art Ehebrecher angesehen wurde, Sp.; auch = ein dummer Mensch, ein Gimpel, Ar. Ach. 598, vgl. Schol. zu der Stelle.
Greek (Liddell-Scott)
κόκκυξ: -ῡγος, ὁ, ὁ «κοῦκκος», οὕτως ὀνομασθεὶς ἐκ τῆς κραυγῆς αὐτοῦ κόκκυ (ὃ ἴδε), Λατ. coculus, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 484, Ἀριστοφ. Ὄρν. 504, κτλ.· ἦτο ἱερὸς τῆς Ἥρας καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ σκήπτρου αὐτῆς, Παυσ. 2. 17, 4· ― ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 598, ἐχειροτόνησάν με κόκκυγές γε τρεῖς, δηλ. τρεῖς φίλοι, οἱ ὁποῖοι ἐβόησαν ἐπανειλημμένως ὑπὲρ ἐμοῦ, ὥστε νὰ φανῶσι πλεονάκις τρεῖς· διότι, ὁπόταν ὁ κόκκυξ φωνήσῃ, φαίνεται ὡς νὰ εἶναι ὁ τόπος πλήρης κοκκύγων· οὕτως ὁ Ἡσύχ. «κόκκυγες· ἐπὶ ὑπονοηθέντων πλειόνων εἶναι καὶ ὀλίγων ὄντων»· περὶ τῆς φύσεως, τῶν ἕξεων κτλ. τοῦ κόκκυγος, ὅρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 7., 9. 29. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, περὶ οὗ ἐλέγετο ὅτι ποιεῖ ψόφον τινὰ ἔχοντα ὁμοιότητα πρὸς τὴν φωνὴν τοῦ κόκκυγος, Ἱππ. 543. 39, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 5., 8. 13, 3. ΙΙΙ. = ὄλυνθος, Λατ. grossus, εἶδος σύκου πρωΐμως ὡριμάζοντος, Νικ. Θηρ. 854. IV. «τοῦ ἱεροῦ ὀστέου τοῦ πρὸς τοῖς ἰσχίοις» (Ἡσύχ.) Γαλην. τ. 2. σ. 762, 8 κτλ.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ) :
coucou, oiseau.
Étymologie: onomatopée, v. κόκκυ.