λακίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰκίς''': -ίδος, ἡ, [[ῥάκος]], [[σχίσμα]], Ἀλκαῖ, 18· μή... ἐν πέπλοις πέσῃ λ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 135· [[ἐμπίτνω]] ξὺν λακίδι λίνοισιν ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 131, πρβλ. 903· - συχνὸν ἐν τῷ πληθ., λακίδες αἰσθημάτων, ὑφασμάτων ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 835, ἐν Χο. 28· λακίδες πέπλων, ῥακώδη ἐνδύματα, ῥάκη, Ἀριστοφ. Ἀχ. 423· παρὰ μεταγεν. πεζογράφ. ἐπὶ ῥήγματος ἢ ἀνοίγματος γινομένου εἰς [[πλοῖον]] διὰ τοῦ ἐμβόλου ἐχθρικοῦ πλοίου, Διόδ. 3. 99, πρβλ. 14. 72. Ἐκ τῆς √ΛΑΚ παράγεται [[ὡσαύτως]] λάκ-oς (ΙΙ), πρβλ. Λατ. lac-er, lac-ero, lac-enia· καὶ [[ἴσως]] λάκκος, Λατ. lac-us, lac-una. Ὁ Αἰολ. [[τύπος]] ἦτο [[βράκος]]· παρὰ τοῖς Κρησὶ [[λάκος]] ἦτο = [[ῥάκος]] (Ἡσύχ.)· καὶ ἐν τῆ Σανσκρ. εὑρίσκομεν vra←k΄ (scidere)· [[ὥστε]] ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο FΡΑΚ).
|lstext='''λᾰκίς''': -ίδος, ἡ, [[ῥάκος]], [[σχίσμα]], Ἀλκαῖ, 18· μή... ἐν πέπλοις πέσῃ λ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 135· [[ἐμπίτνω]] ξὺν λακίδι λίνοισιν ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 131, πρβλ. 903· - συχνὸν ἐν τῷ πληθ., λακίδες αἰσθημάτων, ὑφασμάτων ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 835, ἐν Χο. 28· λακίδες πέπλων, ῥακώδη ἐνδύματα, ῥάκη, Ἀριστοφ. Ἀχ. 423· παρὰ μεταγεν. πεζογράφ. ἐπὶ ῥήγματος ἢ ἀνοίγματος γινομένου εἰς [[πλοῖον]] διὰ τοῦ ἐμβόλου ἐχθρικοῦ πλοίου, Διόδ. 3. 99, πρβλ. 14. 72. Ἐκ τῆς √ΛΑΚ παράγεται [[ὡσαύτως]] λάκ-oς (ΙΙ), πρβλ. Λατ. lac-er, lac-ero, lac-enia· καὶ [[ἴσως]] λάκκος, Λατ. lac-us, lac-una. Ὁ Αἰολ. [[τύπος]] ἦτο [[βράκος]]· παρὰ τοῖς Κρησὶ [[λάκος]] ἦτο = [[ῥάκος]] (Ἡσύχ.)· καὶ ἐν τῆ Σανσκρ. εὑρίσκομεν vra←k΄ (scidere)· [[ὥστε]] ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο FΡΑΚ).
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> déchirure;<br /><b>2</b> morceau déchiré, lambeau.<br />'''Étymologie:''' R. Λακ, craquer, résonner.
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰκίς Medium diacritics: λακίς Low diacritics: λακίς Capitals: ΛΑΚΙΣ
Transliteration A: lakís Transliteration B: lakis Transliteration C: lakis Beta Code: laki/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A rent, rending, Alc.18.8 (pl.); μὴ . . ἐν πέπλοις πέσῃ λ. A.Pers.125 (lyr.); ἐμπίτνω ξὺν λακίδι λίνοισι Id.Supp.131 (lyr.), cf. 903: freq. in pl., λακίδες ἐσθημάτων, ὑφασμάτων, Id.Pers. 835, Ch.28 (lyr.); λακίδες πέπλων ragged robes, tatters, Ar.Ach.423: in late Prose, of the rent or gap made in a ship by the enemy's beak, D.S.13.99, 14.72.

German (Pape)

[Seite 8] ίδος, ἡ, Fetzen, Lappen, Lumpen, ὑφασμάτων, Aesch. Ch. 28; λακίδες ἀμφὶ σώματι – ποικίλων ἐσθημάτων Pers. 821; das Zerreißen, λακὶς χιτῶνος ἔργον οὐ κατοικτιεῖ Suppl. 880, vgl. 113; βυσσίνοις δ' ἐν πέπλοις πέσῃ λακίς Pers. 123. – Auch in späterer Prosa, von Schiffstrümmern, D. Sic. 14, 72; Erdriß, 13, 99.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰκίς: -ίδος, ἡ, ῥάκος, σχίσμα, Ἀλκαῖ, 18· μή... ἐν πέπλοις πέσῃ λ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 135· ἐμπίτνω ξὺν λακίδι λίνοισιν ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 131, πρβλ. 903· - συχνὸν ἐν τῷ πληθ., λακίδες αἰσθημάτων, ὑφασμάτων ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 835, ἐν Χο. 28· λακίδες πέπλων, ῥακώδη ἐνδύματα, ῥάκη, Ἀριστοφ. Ἀχ. 423· παρὰ μεταγεν. πεζογράφ. ἐπὶ ῥήγματος ἢ ἀνοίγματος γινομένου εἰς πλοῖον διὰ τοῦ ἐμβόλου ἐχθρικοῦ πλοίου, Διόδ. 3. 99, πρβλ. 14. 72. Ἐκ τῆς √ΛΑΚ παράγεται ὡσαύτως λάκ-oς (ΙΙ), πρβλ. Λατ. lac-er, lac-ero, lac-enia· καὶ ἴσως λάκκος, Λατ. lac-us, lac-una. Ὁ Αἰολ. τύπος ἦτο βράκος· παρὰ τοῖς Κρησὶ λάκος ἦτο = ῥάκος (Ἡσύχ.)· καὶ ἐν τῆ Σανσκρ. εὑρίσκομεν vra←k΄ (scidere)· ὥστε ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο FΡΑΚ).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 déchirure;
2 morceau déchiré, lambeau.
Étymologie: R. Λακ, craquer, résonner.