νῆμα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νῆμα''': τό, (νέω, [[νήθω]], «γνέθω») τὸ κλωσθέν, [[νῆμα]], κλωστή, γνέμα, Ὀδ, Δ. 134, Πλάτ. Πολιτ. 282Ε· ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Β. 98., Τ. 143, Εὐρ. Ὀρ. 1433 - ἡ κλωστὴ τῆς [[ἀράχνης]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 775· ἐπὶ τῶν Μοιρῶν, Μοιράων νῆμ’ ἄλυτον Φανοκλ. 2. πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 154· [[οὔπω]] πεπλήρωται τὸ [[νῆμα]] [[αὐτοῦ]], ἡ μοῖρά του, τὸ [[τέλος]] του, Λουκ. Φιλοψ. 25.
|lstext='''νῆμα''': τό, (νέω, [[νήθω]], «γνέθω») τὸ κλωσθέν, [[νῆμα]], κλωστή, γνέμα, Ὀδ, Δ. 134, Πλάτ. Πολιτ. 282Ε· ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Β. 98., Τ. 143, Εὐρ. Ὀρ. 1433 - ἡ κλωστὴ τῆς [[ἀράχνης]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 775· ἐπὶ τῶν Μοιρῶν, Μοιράων νῆμ’ ἄλυτον Φανοκλ. 2. πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 154· [[οὔπω]] πεπλήρωται τὸ [[νῆμα]] [[αὐτοῦ]], ἡ μοῖρά του, τὸ [[τέλος]] του, Λουκ. Φιλοψ. 25.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />fil, <i>particul.</i> fil d’une trame.<br />'''Étymologie:''' [[νέω]]³.
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῆμα Medium diacritics: νῆμα Low diacritics: νήμα Capitals: ΝΗΜΑ
Transliteration A: nē̂ma Transliteration B: nēma Transliteration C: nima Beta Code: nh=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (νέω B)

   A that which is spun, thread, yarn, Od.4.134, E. Or.1433 (lyr.), Pl.Plt.282e: pl., Od.2.98, 19.143; thread of a spider's web, Hes.Op.777; of the Fates, Μοιράων νῆμ' ἄλλυτον Phanocl.2, cf. IG14.1188.11; οὔπω πεπλήρωται τὸ ν. αὐτοῦ his destiny, Luc.Philops. 25; νήματα σηρικά silk sutures, Gal.10.942.

German (Pape)

[Seite 252] τό, das Gesponnene (νέω), der Faden, das Garn, Od. 2, 98. 4, 134. 19, 143; auch der Faden des Spinngewebes, Hes. O. 779, wie ἀράχνης Lucill. 65 (XI, 106); νήματα ἵετο πέδῳ, Eur. Gr. 1433; Plat. Polit. 282 e, der Faden; neben ὑφή, Plut. sol. anim. 10; ἐκ λεπτῶν νημάτων, Luc. Cont. 16.

Greek (Liddell-Scott)

νῆμα: τό, (νέω, νήθω, «γνέθω») τὸ κλωσθέν, νῆμα, κλωστή, γνέμα, Ὀδ, Δ. 134, Πλάτ. Πολιτ. 282Ε· ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Β. 98., Τ. 143, Εὐρ. Ὀρ. 1433 - ἡ κλωστὴ τῆς ἀράχνης, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 775· ἐπὶ τῶν Μοιρῶν, Μοιράων νῆμ’ ἄλυτον Φανοκλ. 2. πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 154· οὔπω πεπλήρωται τὸ νῆμα αὐτοῦ, ἡ μοῖρά του, τὸ τέλος του, Λουκ. Φιλοψ. 25.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fil, particul. fil d’une trame.
Étymologie: νέω³.