κνῆκος: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνῆκος''': ἡ, Λατ. cnecus ἢ cnicus, [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ σκολύμου ἢ ἀκάνθου, carthamus tinctorius, οὗ τὰ φύλλα ἐχρησίμευον ὡς [[πυτία]] πρὸς πῆξιν γάλακτος εἰς κατασκευὴν τυροῦ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394, Ἀναξανδρ. «Πρωτ.» 1. 55, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3. | |lstext='''κνῆκος''': ἡ, Λατ. cnecus ἢ cnicus, [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ σκολύμου ἢ ἀκάνθου, carthamus tinctorius, οὗ τὰ φύλλα ἐχρησίμευον ὡς [[πυτία]] πρὸς πῆξιν γάλακτος εἰς κατασκευὴν τυροῦ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394, Ἀναξανδρ. «Πρωτ.» 1. 55, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br />safran, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>myc.</i> kanako « safran » ; cf. <i>all.</i> Honig « miel ». | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, Thphr.HP6.4.5, PCair.Zen.223.4 (iii B.C.), PRev.Laws (v. infr.), but ὁ Thphr.HP1.13.3, CP5.18.4, Dsc. (v. infr.), Gal.6.354, al.:—also κνήκη, ἡ, Sch.Theoc.3.5, 7.16 codd.:—
A safflower, Carthamus tinctorius, Hp.Acut.64, Vict.2.54, Diocl.Fr.140, Anaxandr. 41.56, Arist.HA550b27, Thphr.HP6.1.3, PRev.Laws 39.5, al. (iii B.C.), Dsc.4.188, Asclep. ap. Gal.Nat.Fac.1.13. II κ. ἀγρία (ἄγριος Dsc.3.93), of two kinds, Carthamus leucocaulos and blessed thistle, Cnicus benedictus, Thphr.HP6.4.5; πώγωνι θάλλων ὡς τράγος κνήκῳ χλιδᾷς you are as wanton as a goat surfeited with thistles, S.Ichn.358 (nisi leg. κνηκῷ 'you swagger with your yellow (cf. sq.) beard': κνικωι Pap.). (Freq. written κνίκος or κνῖκος in codd., as Arist.l.c., Thphr.CP6.9.3, Gal. ll. cc., 11.612, etc., but always κνηκ- in Papyri, exc. S.Ichn. l.c.; prob. named from its colour, cf. sq.)
German (Pape)
[Seite 1460] ὁ, Safflor, eine distelartige Pflanze, deren Blume als Lab gebraucht wurde, um die Milch zum Gerinnen zu bringen; Arist. H. A. 5, 19; Theophr. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
κνῆκος: ἡ, Λατ. cnecus ἢ cnicus, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ σκολύμου ἢ ἀκάνθου, carthamus tinctorius, οὗ τὰ φύλλα ἐχρησίμευον ὡς πυτία πρὸς πῆξιν γάλακτος εἰς κατασκευὴν τυροῦ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394, Ἀναξανδρ. «Πρωτ.» 1. 55, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
safran, plante.
Étymologie: DELG myc. kanako « safran » ; cf. all. Honig « miel ».