διαθλίβω: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(6_3) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαθλίβω''': [ῑ], μέλλ. -ψω, κατασυντρίβω, [[καταπιέζω]], Καλλ. Ἀποσπ. 67. | |lstext='''διαθλίβω''': [ῑ], μέλλ. -ψω, κατασυντρίβω, [[καταπιέζω]], Καλλ. Ἀποσπ. 67. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[atribular totalmente]], [[destrozar]] φῶτα διαθλίβουσιν ἀνῖαι Call.<i>Fr</i>.714.1, σάρκα ref. a las penas del infierno, Origenes M.17.224B.<br /><b class="num">2</b> [[apretar]], [[presionar]] τὸ ταῖς χερσὶ διαθλίβειν glos. a βλιμάζειν Harp., ἐμβαλεῖν ταμίσου τὸ σύμμετρον καὶ διαθλῖψαι τοῖς δακτύλοις Orib.<i>Inc</i>.32.12<br /><b class="num">•</b>en v. pas., medic. (ὄγκος) διαθλιβόμενος Aët.16.103. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
[λῑ],
A break in pieces, Call.Fr.67.
German (Pape)
[Seite 579] durchquetschen; übtr., φῶτα – ἀνίαι Callim. frg. 67.
Greek (Liddell-Scott)
διαθλίβω: [ῑ], μέλλ. -ψω, κατασυντρίβω, καταπιέζω, Καλλ. Ἀποσπ. 67.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ-]
1 atribular totalmente, destrozar φῶτα διαθλίβουσιν ἀνῖαι Call.Fr.714.1, σάρκα ref. a las penas del infierno, Origenes M.17.224B.
2 apretar, presionar τὸ ταῖς χερσὶ διαθλίβειν glos. a βλιμάζειν Harp., ἐμβαλεῖν ταμίσου τὸ σύμμετρον καὶ διαθλῖψαι τοῖς δακτύλοις Orib.Inc.32.12
•en v. pas., medic. (ὄγκος) διαθλιβόμενος Aët.16.103.