χιαστός: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(6_11) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῑαστός''': -ή, -όν, ῥήμ. ἐπίθ., διατεταγμένος κατὰ τρόπον ὅμοιον πρὸς Χ (ἴδε ἐν λ. [[χιασμός]]), Σχόλ. εἰς Ἰσοκρ. σ. 120 Ὀξ., Ἰσοκρ. ἔκδ. Κοραῆ τ. 1, σ. 442 ὑποσημ. (1) Κοραῆ, Ἰλ. Π. 564, Εὐστ. 599. 34. | |lstext='''χῑαστός''': -ή, -όν, ῥήμ. ἐπίθ., διατεταγμένος κατὰ τρόπον ὅμοιον πρὸς Χ (ἴδε ἐν λ. [[χιασμός]]), Σχόλ. εἰς Ἰσοκρ. σ. 120 Ὀξ., Ἰσοκρ. ἔκδ. Κοραῆ τ. 1, σ. 442 ὑποσημ. (1) Κοραῆ, Ἰλ. Π. 564, Εὐστ. 599. 34. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[χιαστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[χιεστός]] Α [[[χιάζω]] (Ι)]<br />διατεταγμένος σε [[σχήμα]] Χ, σταυροειδώς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το χιαστό</i><br /><b>γραμμ.</b> το χιαστό [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χιαστό [[σχήμα]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σχήμα]] λόγου που εμφανίζεται [[κατά]] τη [[σύνδεση]] δύο απλών ή σύνθετων προτάσεων με όμοια συντακτική και σημασιολογική [[δομή]] και προκαλείται από το [[γεγονός]] ότι η [[σειρά]] τών όρων της δεύτερης πρότασης [[είναι]] αντίστροφη από τη [[σειρά]] τών όρων της πρώτης πρότασης, όπως λ.χ. «οι <i>δάσκαλοι</i> αγαπούν τους μαθητές και οι μαθητές τους <i>δασκάλους</i>», αλλ. [[χιασμός]]<br />β) «χιαστοί σύνδεσμοι»<br /><b>ανατ.</b> δύο ενδοαρθρικοί σύνδεσμοι του γόνατος. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A arranged diagonally, λίθοι Ph.Bel.94.45; of a noose (in form χιεστός) Heraclas ap. Orib. 48.3 tit.; of a bandage, Sor.Fasc.7 (in form χιεστός), Gal.18(1).819. Adv. -τῶς of an incision, PSI10.1180.47 (ii A. D.). 2 in the shape of a X, σημεῖον Eust.599.35. II esp. in Rhet. (cf. χιάζω) , χ. περίοδος Sch.Isoc.6.42, cf. Sch.Il.16.564, Porph. in Cat. 78.36.
German (Pape)
[Seite 1355] adj. verb. von χιάζω, mit einem χ bezeichnet, – gekreuzt, kreuzweise zu stellen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χῑαστός: -ή, -όν, ῥήμ. ἐπίθ., διατεταγμένος κατὰ τρόπον ὅμοιον πρὸς Χ (ἴδε ἐν λ. χιασμός), Σχόλ. εἰς Ἰσοκρ. σ. 120 Ὀξ., Ἰσοκρ. ἔκδ. Κοραῆ τ. 1, σ. 442 ὑποσημ. (1) Κοραῆ, Ἰλ. Π. 564, Εὐστ. 599. 34.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χιαστός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. χιεστός Α [[[χιάζω]] (Ι)]
διατεταγμένος σε σχήμα Χ, σταυροειδώς
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το χιαστό
γραμμ. το χιαστό σχήμα
2. φρ. α) «χιαστό σχήμα»
γραμμ. σχήμα λόγου που εμφανίζεται κατά τη σύνδεση δύο απλών ή σύνθετων προτάσεων με όμοια συντακτική και σημασιολογική δομή και προκαλείται από το γεγονός ότι η σειρά τών όρων της δεύτερης πρότασης είναι αντίστροφη από τη σειρά τών όρων της πρώτης πρότασης, όπως λ.χ. «οι δάσκαλοι αγαπούν τους μαθητές και οι μαθητές τους δασκάλους», αλλ. χιασμός
β) «χιαστοί σύνδεσμοι»
ανατ. δύο ενδοαρθρικοί σύνδεσμοι του γόνατος.