λαβίς: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_12)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰβίς''': -ίδος, ἡ, = [[λαβή]], «χεροῦλι», Γαλην. 2. 704· λαβὴ ξίφους, Ἐτυμολ. Μέγ. 594. 9. ΙΙ. ἐνεργ., πρᾶγμά τι [[ὅπερ]] κρατεῖ, πιάνει δηλ., 1) [[ἐμβρυουλκός]], Ἱππ. 687. 7. 2) [[περόνη]], [[πόρπη]], Πολύβ. 6. 23, 11. 3) ψαλὶς πρὸς καθαρισμὸν τῶν λύχνων καὶ λαμπάδων, κηροψαλίδιον, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΖ΄, 23, Ἀριθμ. Δ΄, 9).
|lstext='''λᾰβίς''': -ίδος, ἡ, = [[λαβή]], «χεροῦλι», Γαλην. 2. 704· λαβὴ ξίφους, Ἐτυμολ. Μέγ. 594. 9. ΙΙ. ἐνεργ., πρᾶγμά τι [[ὅπερ]] κρατεῖ, πιάνει δηλ., 1) [[ἐμβρυουλκός]], Ἱππ. 687. 7. 2) [[περόνη]], [[πόρπη]], Πολύβ. 6. 23, 11. 3) ψαλὶς πρὸς καθαρισμὸν τῶν λύχνων καὶ λαμπάδων, κηροψαλίδιον, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΖ΄, 23, Ἀριθμ. Δ΄, 9).
}}
{{grml
|mltxt=[[λαβίς]], -[[ίδος]], ἡ (AM)<br /><b>βλ.</b> [[λαβίδα]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰβίς Medium diacritics: λαβίς Low diacritics: λαβίς Capitals: ΛΑΒΙΣ
Transliteration A: labís Transliteration B: labis Transliteration C: lavis Beta Code: labi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = λαβή, handle, Gal.2.704; hilt, LXX Jd.3.22, EM594.9.    II Act., holder, i.e.    1 forceps, Hp.Steril.244, Hermes38.282 (cod. Laur.), Apollon. ap.Gal.12.659.    2 clamp, clasp, Plb.6.23.11; λ. σιδηραῖ Inscr.Délos 442 B 168 (ii B. C.).    3 tongs or snuffers to trim lamps, LXX Ex.38.17 (37.23), Nu.4.9, v.l. in J.AJ8.3.7.    4 = πυράγρα, Cyr.

German (Pape)

[Seite 1] ίδος, ἡ, eigtl. dim. zu λαβή, in derselben Bedeutung, Erkl. von κώπη, bei Schol. Il. 1, 219; übh. Werkzeug zum Festhalten, Schnalle, Haken u. dergl., πυκναῖς λαβίσι καταπερονᾶν, Pol. 6, 23, 11 u. a. Sp.; Griff, Mel. 48 (V, 208).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰβίς: -ίδος, ἡ, = λαβή, «χεροῦλι», Γαλην. 2. 704· λαβὴ ξίφους, Ἐτυμολ. Μέγ. 594. 9. ΙΙ. ἐνεργ., πρᾶγμά τι ὅπερ κρατεῖ, πιάνει δηλ., 1) ἐμβρυουλκός, Ἱππ. 687. 7. 2) περόνη, πόρπη, Πολύβ. 6. 23, 11. 3) ψαλὶς πρὸς καθαρισμὸν τῶν λύχνων καὶ λαμπάδων, κηροψαλίδιον, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΖ΄, 23, Ἀριθμ. Δ΄, 9).

Greek Monolingual

λαβίς, -ίδος, ἡ (AM)
βλ. λαβίδα.