ἰκτῖνος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰκτῖνος''': (οὐχὶ ἴκτινος, Ἡρῳδιαν. παρ’ Εὐστ. 1825. 12), ὁ, [[εἶδος]] ἁρπακτικοῦ πτηνοῦ, [[εἶδος]] ἱέρακος, ἐκ τῶν γαμψωνύχων καὶ ἁρπακτικῶν, κοινῶς «περδικογέρακο», Σιμων. Ἰαμβ. 11, Ἡρόδ. 2. 22, Σοφ. Ἀποσπ. 113, 890, Ἀριστοφ. Ὄρν. 502, κ. ἀλλ., Πλάτ. Φαίδ. 82Α· ἰκτίνου ἀγχιστρόφου [[ἦθος]] Θέογν. 1261· φεύγεις ἰκτίνου σχέτλιον [[ἦθος]] ἔχων ὁ αὐτ. 1302· ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 525, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 69 ἔχομεν ἑνικ. αἰτ. ἴκτῑνα· («ἰκτῖνα σημαίνει τὴν λεγομένην λούπην..., [[Πλάτων]] δὲ προπαροξυτόνως λέγει, ὡς παρὰ Ἀριστοφάνει, «ἴκτινα παντόφθαλμον ἅρπαγα τρέφει, οὐ γάρ ἐστιν ἀπὸ τῆς ἰκτίν εὐθείας ἀλλ’ ἐκ τοῦ ἴκτινος, ἧς ἡ γενικὴ ἰκτίνου, ἡ αἰτιατικὴ ἴκτινον καὶ κατὰ μεταπλασμὸν ἴκτινα» Ἐτυμ. Μ. 470. 34, Χοιροβ. τ. 1. σ. 278. 22): ὀνομαστ. πληθ. ἰκτῖνες, Παυσ. 5. 14, 1· δοτ. ἰκτῖσι, Κτησ. παρὰ Φωτ. ἐν Βιβλ. 46. 18· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται ὀνομαστ. ἴκτιν, ῑνος. ΙΙ. [[εἶδος]] λύκου, Ὀππ. Κυν. 3. 331. | |lstext='''ἰκτῖνος''': (οὐχὶ ἴκτινος, Ἡρῳδιαν. παρ’ Εὐστ. 1825. 12), ὁ, [[εἶδος]] ἁρπακτικοῦ πτηνοῦ, [[εἶδος]] ἱέρακος, ἐκ τῶν γαμψωνύχων καὶ ἁρπακτικῶν, κοινῶς «περδικογέρακο», Σιμων. Ἰαμβ. 11, Ἡρόδ. 2. 22, Σοφ. Ἀποσπ. 113, 890, Ἀριστοφ. Ὄρν. 502, κ. ἀλλ., Πλάτ. Φαίδ. 82Α· ἰκτίνου ἀγχιστρόφου [[ἦθος]] Θέογν. 1261· φεύγεις ἰκτίνου σχέτλιον [[ἦθος]] ἔχων ὁ αὐτ. 1302· ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 525, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 69 ἔχομεν ἑνικ. αἰτ. ἴκτῑνα· («ἰκτῖνα σημαίνει τὴν λεγομένην λούπην..., [[Πλάτων]] δὲ προπαροξυτόνως λέγει, ὡς παρὰ Ἀριστοφάνει, «ἴκτινα παντόφθαλμον ἅρπαγα τρέφει, οὐ γάρ ἐστιν ἀπὸ τῆς ἰκτίν εὐθείας ἀλλ’ ἐκ τοῦ ἴκτινος, ἧς ἡ γενικὴ ἰκτίνου, ἡ αἰτιατικὴ ἴκτινον καὶ κατὰ μεταπλασμὸν ἴκτινα» Ἐτυμ. Μ. 470. 34, Χοιροβ. τ. 1. σ. 278. 22): ὀνομαστ. πληθ. ἰκτῖνες, Παυσ. 5. 14, 1· δοτ. ἰκτῖσι, Κτησ. παρὰ Φωτ. ἐν Βιβλ. 46. 18· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται ὀνομαστ. ἴκτιν, ῑνος. ΙΙ. [[εἶδος]] λύκου, Ὀππ. Κυν. 3. 331. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />milan, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG rapport poss. avec [[ἴκτερος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 1250] ὁ, der Weihe, Hühnergeier; Soph. frg. 113. 890; Ar. Av. 501; Her. 2, 22; τὰ τῶν ἱεράκων καὶ ἰκτίνων γένη Plat. Phaed. 82 a; Arist. u. Folgde. – Auch eine Wolfsart, Opp. C. 3,
Greek (Liddell-Scott)
ἰκτῖνος: (οὐχὶ ἴκτινος, Ἡρῳδιαν. παρ’ Εὐστ. 1825. 12), ὁ, εἶδος ἁρπακτικοῦ πτηνοῦ, εἶδος ἱέρακος, ἐκ τῶν γαμψωνύχων καὶ ἁρπακτικῶν, κοινῶς «περδικογέρακο», Σιμων. Ἰαμβ. 11, Ἡρόδ. 2. 22, Σοφ. Ἀποσπ. 113, 890, Ἀριστοφ. Ὄρν. 502, κ. ἀλλ., Πλάτ. Φαίδ. 82Α· ἰκτίνου ἀγχιστρόφου ἦθος Θέογν. 1261· φεύγεις ἰκτίνου σχέτλιον ἦθος ἔχων ὁ αὐτ. 1302· ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 525, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 69 ἔχομεν ἑνικ. αἰτ. ἴκτῑνα· («ἰκτῖνα σημαίνει τὴν λεγομένην λούπην..., Πλάτων δὲ προπαροξυτόνως λέγει, ὡς παρὰ Ἀριστοφάνει, «ἴκτινα παντόφθαλμον ἅρπαγα τρέφει, οὐ γάρ ἐστιν ἀπὸ τῆς ἰκτίν εὐθείας ἀλλ’ ἐκ τοῦ ἴκτινος, ἧς ἡ γενικὴ ἰκτίνου, ἡ αἰτιατικὴ ἴκτινον καὶ κατὰ μεταπλασμὸν ἴκτινα» Ἐτυμ. Μ. 470. 34, Χοιροβ. τ. 1. σ. 278. 22): ὀνομαστ. πληθ. ἰκτῖνες, Παυσ. 5. 14, 1· δοτ. ἰκτῖσι, Κτησ. παρὰ Φωτ. ἐν Βιβλ. 46. 18· ἀλλ’ οὐδαμοῦ εὕρηται ὀνομαστ. ἴκτιν, ῑνος. ΙΙ. εἶδος λύκου, Ὀππ. Κυν. 3. 331.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
milan, oiseau.
Étymologie: DELG rapport poss. avec ἴκτερος.