ὀξίνα: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(6_9) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξίνα''': ἡ, (ὀξὺς) [[ἐργαλεῖον]] γεωργικὸν [[μετὰ]] πολλῶν ὀδόντων (Λατ. occa), κληθὲν [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὀξύτητος τῶν ὀδόντων, «ἐργαλεῖόν τι γεωργικόν, [[σιδηροῦς]] γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν» Ἡσύχ.· ὀξίνη [[διάθεσις]]: «ἥν φασιν οἱ πολλοὶ τοῦ στομάχου ὀξίδα» Φώτ. | |lstext='''ὀξίνα''': ἡ, (ὀξὺς) [[ἐργαλεῖον]] γεωργικὸν [[μετὰ]] πολλῶν ὀδόντων (Λατ. occa), κληθὲν [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὀξύτητος τῶν ὀδόντων, «ἐργαλεῖόν τι γεωργικόν, [[σιδηροῦς]] γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν» Ἡσύχ.· ὀξίνη [[διάθεσις]]: «ἥν φασιν οἱ πολλοὶ τοῦ στομάχου ὀξίδα» Φώτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὀξινα, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐργαλεῑόν τι γεωργικὸν σιδηροῡς γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός τ. που ανάγεται σε IE <i>oget</i><i>ā</i> «[[σβάρνα]]» και συνδέεται με λατ. <i>occa</i>, αρχ. γαλατ. <i>ocet</i>, βρετον. <i>oged</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>egida</i>, λιθουαν. <i>akecios</i> και αρχ. πρωσ. <i>aketes</i>. Ο ελλ. τ. [[ὀξίνα]] έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του επιθ. [[ὀξύς]] με [[επίθημα]] -<i>ίνα</i>, [[κατά]] το συνώνυμο <i>ἀξίνα</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
(prob. Dor. fem.),
A harrow, Hsch. (Cogn. with ὀξύς, cf. Lith. ekēli, Germ. eggen 'harrow', Lat.occa.)
German (Pape)
[Seite 351] ἡ, die spitzige Egge, occa, Hesych. beschreibt genau, ἐργαλεῖόν τι γεωργικὸν σιδηροῦς γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξίνα: ἡ, (ὀξὺς) ἐργαλεῖον γεωργικὸν μετὰ πολλῶν ὀδόντων (Λατ. occa), κληθὲν οὕτως ἐκ τῆς ὀξύτητος τῶν ὀδόντων, «ἐργαλεῖόν τι γεωργικόν, σιδηροῦς γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν» Ἡσύχ.· ὀξίνη διάθεσις: «ἥν φασιν οἱ πολλοὶ τοῦ στομάχου ὀξίδα» Φώτ.
Greek Monolingual
ὀξινα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐργαλεῑόν τι γεωργικὸν σιδηροῡς γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. που ανάγεται σε IE ogetā «σβάρνα» και συνδέεται με λατ. occa, αρχ. γαλατ. ocet, βρετον. oged, αρχ. άνω γερμ. egida, λιθουαν. akecios και αρχ. πρωσ. aketes. Ο ελλ. τ. ὀξίνα έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση του επιθ. ὀξύς με επίθημα -ίνα, κατά το συνώνυμο ἀξίνα].