περισσότης: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισσότης''': μεταγεν. Ἀττ. περιττ-, ητος, ἡ, (περισσὸς) τὸ περισσόν, [[ὑπερβολή]], ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 209C· π. μιαιφονίας Δίων Κ. 77. 16· ― [[μάλιστα]] ὑπερβολὴ κοσμημάτων, [[πομπή]], ἡ ἐν τοῖς βίοις π. Πολύβ. 9. 10, 5· ― ἐπὶ ὕφους, [[πλεονασμός]], περιττολογία, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διον. τοῦ Ἁλ. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν τὸ [[εἶναι]] περιττόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀρτιότης]], Ἀριστ. [[μετὰ]] τὰ Φυσ. 3. 2, 18. ΙΙ. τὸ ἐξέχον, [[ὑπεροχή]], Διόδ. 1. 94· ἡ κατὰ τὴν τέχνην π. 18. 26. | |lstext='''περισσότης''': μεταγεν. Ἀττ. περιττ-, ητος, ἡ, (περισσὸς) τὸ περισσόν, [[ὑπερβολή]], ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 209C· π. μιαιφονίας Δίων Κ. 77. 16· ― [[μάλιστα]] ὑπερβολὴ κοσμημάτων, [[πομπή]], ἡ ἐν τοῖς βίοις π. Πολύβ. 9. 10, 5· ― ἐπὶ ὕφους, [[πλεονασμός]], περιττολογία, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διον. τοῦ Ἁλ. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν τὸ [[εἶναι]] περιττόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀρτιότης]], Ἀριστ. [[μετὰ]] τὰ Φυσ. 3. 2, 18. ΙΙ. τὸ ἐξέχον, [[ὑπεροχή]], Διόδ. 1. 94· ἡ κατὰ τὴν τέχνην π. 18. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />excès, <i>particul.</i> excès de recherche, luxe, somptuosité.<br />'''Étymologie:''' [[περισσός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. περιττ-, ητος, ἡ, (περισσός)
A extravagance, excess, in pl., Isoc.10.7; π. μιαιφονιῶν D.C.77.16 ; pomp, ἡ ἐν τοῖς βίοις π. καὶ πολυτέλεια Plb.9.10.5. 2 in style, redundancy, Hermog.Meth.5. 3 ἐκ περισσότητος [κατηγορεῖν], ex abundanti, Aps.Rh.p.223 H. II eminence, excellence, D.S.1.94 ; ἡ κατὰ τὴν τέχνην π. Id.18.26. III of numbers, unevenness, opp. ἀρτιότης, Arist.Metaph.1004b11.
German (Pape)
[Seite 593] ητος, ἡ, att. -ττότης, Ueberfluß, Uebermaaß, Uebertreibung; im plur., neben θαυματοποιίαι, Isocr. 10, 7; Pracht, Pol. 9, 10, 5; Gesuchtheit, z. B. im Styl; auch Vorzüglichkeit, D. Sic. 1, 94.
Greek (Liddell-Scott)
περισσότης: μεταγεν. Ἀττ. περιττ-, ητος, ἡ, (περισσὸς) τὸ περισσόν, ὑπερβολή, ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 209C· π. μιαιφονίας Δίων Κ. 77. 16· ― μάλιστα ὑπερβολὴ κοσμημάτων, πομπή, ἡ ἐν τοῖς βίοις π. Πολύβ. 9. 10, 5· ― ἐπὶ ὕφους, πλεονασμός, περιττολογία, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διον. τοῦ Ἁλ. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν τὸ εἶναι περιττόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀρτιότης, Ἀριστ. μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 18. ΙΙ. τὸ ἐξέχον, ὑπεροχή, Διόδ. 1. 94· ἡ κατὰ τὴν τέχνην π. 18. 26.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
excès, particul. excès de recherche, luxe, somptuosité.
Étymologie: περισσός.