κακοθέρειος: Difference between revisions
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(6_17) |
(18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκοθέρειος''': -ον, ἔχων κακὸν [[θέρος]], Ἄσκρην [[χωρίον]] τῶν Βοιωτῶν δυσχείμερόν τε καὶ κακοθέρειον Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἡσίοδον τόμ. 3, σ. 12, ἔκδ. Gaisf. | |lstext='''κᾰκοθέρειος''': -ον, ἔχων κακὸν [[θέρος]], Ἄσκρην [[χωρίον]] τῶν Βοιωτῶν δυσχείμερόν τε καὶ κακοθέρειον Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἡσίοδον τόμ. 3, σ. 12, ἔκδ. Gaisf. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακοθέρειος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει [[κακό]] [[θέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θέρειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θέρος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with a bad summer, Tz.Proll.Hes. p.12.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοθέρειος: -ον, ἔχων κακὸν θέρος, Ἄσκρην χωρίον τῶν Βοιωτῶν δυσχείμερόν τε καὶ κακοθέρειον Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἡσίοδον τόμ. 3, σ. 12, ἔκδ. Gaisf.
Greek Monolingual
κακοθέρειος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κακό θέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + θέρειος (< θέρος)].