κυρταύχην: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(6_14)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυρταύχην''': ὁ ἡ, ὁ ἔχων κυρτὸν αὐχένα, τὸ τοῦ Πακουβίου, incurvicervicus, Κυντιλ. 1. 5, 67.
|lstext='''κυρταύχην''': ὁ ἡ, ὁ ἔχων κυρτὸν αὐχένα, τὸ τοῦ Πακουβίου, incurvicervicus, Κυντιλ. 1. 5, 67.
}}
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[κυρταύχην]], -ενος, ό, ή)<br />αυτός που έχει κυρτό αυχένα, [[στραβολαίμης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κυρταύχην]] [[ἵππος]]» — το [[άλογο]] που, όταν βαδίζει, φέρει την [[κεφαλή]] και τον τράχηλο [[προς]] το [[στήθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυρτός]] <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καμπυλ</i>-<i>αύχην</i>, <i>κρατερ</i>-<i>αύχην</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυρταύχην Medium diacritics: κυρταύχην Low diacritics: κυρταύχην Capitals: ΚΥΡΤΑΥΧΗΝ
Transliteration A: kyrtaúchēn Transliteration B: kyrtauchēn Transliteration C: kyrtaychin Beta Code: kurtau/xhn

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ενος,

   A with bulging neck, Quint.1.5.70.

German (Pape)

[Seite 1537] ενος, mit gekrümmtem Racken, führt Quintil. 1, 3, 70 an.

Greek (Liddell-Scott)

κυρταύχην: ὁ ἡ, ὁ ἔχων κυρτὸν αὐχένα, τὸ τοῦ Πακουβίου, incurvicervicus, Κυντιλ. 1. 5, 67.

Greek Monolingual

ο, η (Α κυρταύχην, -ενος, ό, ή)
αυτός που έχει κυρτό αυχένα, στραβολαίμης
νεοελλ.
φρ. «κυρταύχην ἵππος» — το άλογο που, όταν βαδίζει, φέρει την κεφαλή και τον τράχηλο προς το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + αὐχήν (πρβλ. καμπυλ-αύχην, κρατερ-αύχην)].