ἀπερίστατος: Difference between revisions
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερίστᾰτος''': -ον, περὶ ὄν οὐδεὶς [[ἵσταται]], [[ἑπομένως]], Ι. μὴ περιφυλαττόμενος, μὴ ἔχων ἀνάγκην φυλάκων, Λατ. securus, [[ἀσφαλής]], Πολύβ. 6. 44, 8. 2) [[μονήρης]], [[μόνος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 159, Διογ. Λ. 7. 5, πρβλ. Hemst. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 333· ἔρημος, ἐγκαταλελειμμένος, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀπερίστατον, ῥητορικ. = [[ἄνευ]] περιστάσεων, δηλ. [[ἄνευ]] λόγου ἤ ἀφορμῆς ἤ ἀποδείξεως, «κατὰ τὸ ἀπερίστατον, [[οἷον]] ἀποκηρύσσει τις τὸν [[υἱόν]] ἐπὶ οὐδεμιᾷ αἰτἰᾳ» Ἑρμογ. π. Στάσ. (Ρήτορες Walz. τ. 3. σ. 7. στ. 9), «ἀπερίστατον δέ ἐστι τὸ [[μήτε]] ἐκ προσώπου [[μήτε]] ἐκ πράγματος ὕλην ἔχον» Σχόλ. εἰς Στάσ. Ἑρμ. Ρήτορες (Walz) τ. 4. σ. 141, στ. 3, κτλ. | |lstext='''ἀπερίστᾰτος''': -ον, περὶ ὄν οὐδεὶς [[ἵσταται]], [[ἑπομένως]], Ι. μὴ περιφυλαττόμενος, μὴ ἔχων ἀνάγκην φυλάκων, Λατ. securus, [[ἀσφαλής]], Πολύβ. 6. 44, 8. 2) [[μονήρης]], [[μόνος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 159, Διογ. Λ. 7. 5, πρβλ. Hemst. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 333· ἔρημος, ἐγκαταλελειμμένος, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀπερίστατον, ῥητορικ. = [[ἄνευ]] περιστάσεων, δηλ. [[ἄνευ]] λόγου ἤ ἀφορμῆς ἤ ἀποδείξεως, «κατὰ τὸ ἀπερίστατον, [[οἷον]] ἀποκηρύσσει τις τὸν [[υἱόν]] ἐπὶ οὐδεμιᾷ αἰτἰᾳ» Ἑρμογ. π. Στάσ. (Ρήτορες Walz. τ. 3. σ. 7. στ. 9), «ἀπερίστατον δέ ἐστι τὸ [[μήτε]] ἐκ προσώπου [[μήτε]] ἐκ πράγματος ὕλην ἔχον» Σχόλ. εἰς Στάσ. Ἑρμ. Ρήτορες (Walz) τ. 4. σ. 141, στ. 3, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non entouré de défenseurs, sans secours, isolé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[περιΐστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not stood around: and so, I unguarded, ῥᾳστῶναι Plb.6.44.8. 2 solitary, Ps.-Phoc.26, Arr.Epict.4.1.159; not crowded, D.L.7.5. 3 Medic., of wounds or ulcers, free from complications, Gal.13.498, al. II without explanatory circumstances, Hermog.Stat.1. III not encompassed by dangers, βίος Max.Tyr.36.3.
German (Pape)
[Seite 288] nicht umstanden, a) einsam, hülflos, Phocyl.; D. L. 7, 5. – b) ohne Gefahren, gefahrlos, ῥᾳστῶναι Pol. 6, 44; übh. ohne Zufälligkeiten und Nebenumstände, Rhet. S. περίστασις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίστᾰτος: -ον, περὶ ὄν οὐδεὶς ἵσταται, ἑπομένως, Ι. μὴ περιφυλαττόμενος, μὴ ἔχων ἀνάγκην φυλάκων, Λατ. securus, ἀσφαλής, Πολύβ. 6. 44, 8. 2) μονήρης, μόνος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 159, Διογ. Λ. 7. 5, πρβλ. Hemst. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 333· ἔρημος, ἐγκαταλελειμμένος, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀπερίστατον, ῥητορικ. = ἄνευ περιστάσεων, δηλ. ἄνευ λόγου ἤ ἀφορμῆς ἤ ἀποδείξεως, «κατὰ τὸ ἀπερίστατον, οἷον ἀποκηρύσσει τις τὸν υἱόν ἐπὶ οὐδεμιᾷ αἰτἰᾳ» Ἑρμογ. π. Στάσ. (Ρήτορες Walz. τ. 3. σ. 7. στ. 9), «ἀπερίστατον δέ ἐστι τὸ μήτε ἐκ προσώπου μήτε ἐκ πράγματος ὕλην ἔχον» Σχόλ. εἰς Στάσ. Ἑρμ. Ρήτορες (Walz) τ. 4. σ. 141, στ. 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non entouré de défenseurs, sans secours, isolé.
Étymologie: ἀ, περιΐστημι.