περιπόδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(6_4)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπόδιος''': -α, -ον, (ποὺς) ὁ περὶ τοὺς πόδας τιθέμενος, Α. Β. 354· πρβλ. [[ἐπιπόδιος]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. περιπόδιον, τό, τὸ περὶ τοὺς πόδας [[μέρος]], τὸ κατώτερον [[μέρος]] ἐσθῆτος, Φώτ.· περιποδίη (Ἰων.), ἡ, [[ἐπίδεσις]] περὶ τὸν [[πόδα]], Γαληνοῦ Λεξ. Ἱππ. 544.
|lstext='''περιπόδιος''': -α, -ον, (ποὺς) ὁ περὶ τοὺς πόδας τιθέμενος, Α. Β. 354· πρβλ. [[ἐπιπόδιος]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. περιπόδιον, τό, τὸ περὶ τοὺς πόδας [[μέρος]], τὸ κατώτερον [[μέρος]] ἐσθῆτος, Φώτ.· περιποδίη (Ἰων.), ἡ, [[ἐπίδεσις]] περὶ τὸν [[πόδα]], Γαληνοῦ Λεξ. Ἱππ. 544.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[περιπόδιος]], -ία, -ον, ΝΑ, θηλ. ιων. τ. [[περιποδίη]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνον το ουδ. ως ουσ.) <i>το [[περιπόδιο]]<br />[[περίβλημα]] που φοριέται [[γύρω]] από τα πόδια, η [[κάλτσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται [[γύρω]] από τα πόδια, που τά περιβάλλει («τὸν [[περιπόδιον]] κόσμον», Πτολ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[περιπόδιον]]<br />το πιο χαμηλό [[τμήμα]] ενδύματος, αυτό που βρίσκεται [[γύρω]] από τα πόδια<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[περιποδίη]]<br />[[επίδεσμος]] [[γύρω]] από το [[πόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπόδιος Medium diacritics: περιπόδιος Low diacritics: περιπόδιος Capitals: ΠΕΡΙΠΟΔΙΟΣ
Transliteration A: peripódios Transliteration B: peripodios Transliteration C: peripodios Beta Code: peripo/dios

English (LSJ)

α, ον, (πούς)

   A going round the feet, σύρμα Ptol.Alm.8.1, cf. AB354.    II Subst. περιπόδιον, τό, part about the feet, Ptol. Alm.7.5; περιποδίη (Ion.), ἡ, foot-bandage, Hp. ap. Gal.19.130.

German (Pape)

[Seite 588] um den Fuß od. die Füße gehend, B. A. 354.

Greek (Liddell-Scott)

περιπόδιος: -α, -ον, (ποὺς) ὁ περὶ τοὺς πόδας τιθέμενος, Α. Β. 354· πρβλ. ἐπιπόδιος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. περιπόδιον, τό, τὸ περὶ τοὺς πόδας μέρος, τὸ κατώτερον μέρος ἐσθῆτος, Φώτ.· περιποδίη (Ἰων.), ἡ, ἐπίδεσις περὶ τὸν πόδα, Γαληνοῦ Λεξ. Ἱππ. 544.

Greek Monolingual

-α, -ο / περιπόδιος, -ία, -ον, ΝΑ, θηλ. ιων. τ. περιποδίη Α
νεοελλ.
(μόνον το ουδ. ως ουσ.) το περιπόδιο
περίβλημα που φοριέται γύρω από τα πόδια, η κάλτσα
αρχ.
1. αυτός που τοποθετείται γύρω από τα πόδια, που τά περιβάλλει («τὸν περιπόδιον κόσμον», Πτολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιπόδιον
το πιο χαμηλό τμήμα ενδύματος, αυτό που βρίσκεται γύρω από τα πόδια
3. το θηλ. ως ουσ. περιποδίη
επίδεσμος γύρω από το πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πούς, ποδός + επίθημα -ιος].