συγκάθημαι: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκάθημαι''': [[κυρίως]] πρκμ. τοῦ [[συγκαθέζομαι]], [[κάθημαι]] πλησίον τινὸς ἢ παραπλεύρως, Ἡρόδ. 3. 68, Εὐρ. Βάκχ. 810 ἐπὶ πολλῶν προσώπων [[ὁμοῦ]] καθημένων, Ξεν. Ἀν., 5. 7, 21· [[μάλιστα]] ἐπὶ πολλῶν συγκαθημένων [[ὅπως]] συσκεφθῶσι [[περί]] τινος, [[συνέρχομαι]], συσκέπτομαι, ἐν ἐκκλησιᾳ, [[συνεδριάζω]], ἐν τῇ Πυκνὶ Ἀριστοφ. Σφ. 32· ἐν συνεδρίῳ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 23· περὶ εἰρήνης Θουκ. 5. 55· ἀπολ., Αἰσχίν. 69. ἐν τέλει. ΙΙ. κοντοκαθίζω, [[κάθημαι]] στηριζόμενος ἐπὶ τῶν ποδῶν μου, ἐπὶ ζῴων, [[κάθημαι]] ἐπὶ τῶν ὀπισθίων ποδῶν, [[τελέως]] δὲ τὰ ὀπίσθια ταπεινότερα τῶν ἐμπροσθίων ἐστὶν [[ὥστε]] δοκεῖν συγκαθῆσθαι τῷ οὐραίῳ μέρει (περὶ καμηλοπαρδάλεως), Λατ. considere, Στράβ. 775· ἐς γόνυ συγκαθήμενος Λουκ. Ψευδολογιστ. 20. | |lstext='''συγκάθημαι''': [[κυρίως]] πρκμ. τοῦ [[συγκαθέζομαι]], [[κάθημαι]] πλησίον τινὸς ἢ παραπλεύρως, Ἡρόδ. 3. 68, Εὐρ. Βάκχ. 810 ἐπὶ πολλῶν προσώπων [[ὁμοῦ]] καθημένων, Ξεν. Ἀν., 5. 7, 21· [[μάλιστα]] ἐπὶ πολλῶν συγκαθημένων [[ὅπως]] συσκεφθῶσι [[περί]] τινος, [[συνέρχομαι]], συσκέπτομαι, ἐν ἐκκλησιᾳ, [[συνεδριάζω]], ἐν τῇ Πυκνὶ Ἀριστοφ. Σφ. 32· ἐν συνεδρίῳ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 23· περὶ εἰρήνης Θουκ. 5. 55· ἀπολ., Αἰσχίν. 69. ἐν τέλει. ΙΙ. κοντοκαθίζω, [[κάθημαι]] στηριζόμενος ἐπὶ τῶν ποδῶν μου, ἐπὶ ζῴων, [[κάθημαι]] ἐπὶ τῶν ὀπισθίων ποδῶν, [[τελέως]] δὲ τὰ ὀπίσθια ταπεινότερα τῶν ἐμπροσθίων ἐστὶν [[ὥστε]] δοκεῖν συγκαθῆσθαι τῷ οὐραίῳ μέρει (περὶ καμηλοπαρδάλεως), Λατ. considere, Στράβ. 775· ἐς γόνυ συγκαθήμενος Λουκ. Ψευδολογιστ. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>I. 1</b> être assis avec <i>ou</i> à côté de;<br /><b>2</b> siéger ensemble : περὶ εἰρήνης THC pour traiter de la paix;<br /><b>II.</b> être assis <i>ou</i> affaissé en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κάθημαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. συγ-κάτημαι, used as pf. of συγκαθέζομαι,
A sit as assessor with, [τῷ Καίσαρι] Wilcken Chr.14 ii 5 (i A.D.); live in the same quarters, Hdt.3.68; of a number of persons, sit together, E.Ba.811, X.An.5.7.21; esp. of persons sitting to deliberate, sit in conclave, meet in assembly, ἐν τῇ Πυκνὶ . . πρόβατα -ήμενα Ar.V.32; ἐν συνεδρίῳ X.HG2.4.23; περὶ εἰρήνης Th.5.55: abs., Aeschin.3.115. II sink or subside together, settle down, Str.16.4. 16; ἐς γόνυ συγκαθήμενος Luc.Pseudol.20.
German (Pape)
[Seite 963] (s. ἧμαι), zusammen od. mit einander sitzen, ἐν ὄρεσι συγκαθημένας, Eur. Bacch. 809; bes. gemeinschaftlich bei einer Arbeit sitzen, Her. 3, 68; περὶ εἰρήνης, sich versammelt haben, um zu unterhandeln, Thuc. 5, 55; vgl. Xen. An. 5, 7, 21; – zusammensinken, -fallen, sich zugleich senken, Strab. XVI; ἐς γόνυ, Luc. pseudol. 20.
Greek (Liddell-Scott)
συγκάθημαι: κυρίως πρκμ. τοῦ συγκαθέζομαι, κάθημαι πλησίον τινὸς ἢ παραπλεύρως, Ἡρόδ. 3. 68, Εὐρ. Βάκχ. 810 ἐπὶ πολλῶν προσώπων ὁμοῦ καθημένων, Ξεν. Ἀν., 5. 7, 21· μάλιστα ἐπὶ πολλῶν συγκαθημένων ὅπως συσκεφθῶσι περί τινος, συνέρχομαι, συσκέπτομαι, ἐν ἐκκλησιᾳ, συνεδριάζω, ἐν τῇ Πυκνὶ Ἀριστοφ. Σφ. 32· ἐν συνεδρίῳ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 23· περὶ εἰρήνης Θουκ. 5. 55· ἀπολ., Αἰσχίν. 69. ἐν τέλει. ΙΙ. κοντοκαθίζω, κάθημαι στηριζόμενος ἐπὶ τῶν ποδῶν μου, ἐπὶ ζῴων, κάθημαι ἐπὶ τῶν ὀπισθίων ποδῶν, τελέως δὲ τὰ ὀπίσθια ταπεινότερα τῶν ἐμπροσθίων ἐστὶν ὥστε δοκεῖν συγκαθῆσθαι τῷ οὐραίῳ μέρει (περὶ καμηλοπαρδάλεως), Λατ. considere, Στράβ. 775· ἐς γόνυ συγκαθήμενος Λουκ. Ψευδολογιστ. 20.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
I. 1 être assis avec ou à côté de;
2 siéger ensemble : περὶ εἰρήνης THC pour traiter de la paix;
II. être assis ou affaissé en même temps.
Étymologie: σύν, κάθημαι.