κωματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(6_7)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) κεκυριευμένος ὑπὸ ὕπνου, [[νυσταλέος]] ὑπὸ ληθαργίας κατεχόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955. 2) [[ὅμοιος]] πρὸς [[κῶμα]], [[ληθαργικός]], ὕπνοι [[αὐτόθι]] 970· ἴδε Foës Oec.
|lstext='''κωματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) κεκυριευμένος ὑπὸ ὕπνου, [[νυσταλέος]] ὑπὸ ληθαργίας κατεχόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955. 2) [[ὅμοιος]] πρὸς [[κῶμα]], [[ληθαργικός]], ὕπνοι [[αὐτόθι]] 970· ἴδε Foës Oec.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[κωματώδης]], -ῶδες) [[κώμα]]<br />αυτός που κατέχεται από [[κώμα]], αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] κώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναφέρεται στο [[κώμα]] ή χαρακτηρίζεται από [[κώμα]] («[[κωματώδης]] [[κατάσταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ληθαργικός]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμᾰτώδης Medium diacritics: κωματώδης Low diacritics: κωματώδης Capitals: ΚΩΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: kōmatṓdēs Transliteration B: kōmatōdēs Transliteration C: komatodis Beta Code: kwmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A lethargic, Hp.Epid.1.26. β, 3.6.

German (Pape)

[Seite 1544] ες, in tiefem Schlafe, von Schlafsucht befallen, ein Kranker, der immer die Augen schließt, ohne wirklich zu schlafen, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κωματώδης: -ες, (εἶδος) κεκυριευμένος ὑπὸ ὕπνου, νυσταλέος ὑπὸ ληθαργίας κατεχόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955. 2) ὅμοιος πρὸς κῶμα, ληθαργικός, ὕπνοι αὐτόθι 970· ἴδε Foës Oec.

Greek Monolingual

-ες (Α κωματώδης, -ῶδες) κώμα
αυτός που κατέχεται από κώμα, αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση κώματος
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στο κώμα ή χαρακτηρίζεται από κώμακωματώδης κατάσταση»)
αρχ.
ληθαργικός.