κατείλησις: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(6_8) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατείλησις''': -εως, ἡ συμπύκνωσις, [[συμπίεσις]], [[συστροφή]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 101˙ εἰρίων Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 9. | |lstext='''κατείλησις''': -εως, ἡ συμπύκνωσις, [[συμπίεσις]], [[συστροφή]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 101˙ εἰρίων Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατείλησις]], ἡ (Α) [[κατειλώ]]<br /><b>1.</b> [[συσσώρευση]], [[συμπύκνωση]], [[συμπίεση]]<br /><b>2.</b> [[περιτύλιξη]], [[περιέλιξη]], [[συστροφή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A crowding, compression, Epicur.Ep.2pp.46,54 U. 2 wrapping, εἰρίων Aret.CA2.9, cf. Herod.Med. ap. Orib.10.18.1; -ησία is f.l. in Archig. ap. Gal.13.168.
German (Pape)
[Seite 1394] ἡ, das Zusammendrängen, Zusammenwickeln, D. L. 10, 101 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατείλησις: -εως, ἡ συμπύκνωσις, συμπίεσις, συστροφή, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 101˙ εἰρίων Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 9.
Greek Monolingual
κατείλησις, ἡ (Α) κατειλώ
1. συσσώρευση, συμπύκνωση, συμπίεση
2. περιτύλιξη, περιέλιξη, συστροφή.