κατείλησις

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατείλησις Medium diacritics: κατείλησις Low diacritics: κατείλησις Capitals: ΚΑΤΕΙΛΗΣΙΣ
Transliteration A: kateílēsis Transliteration B: kateilēsis Transliteration C: kateilisis Beta Code: katei/lhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A crowding, compression, Epicur.Ep.2pp.46,54 U.
2 wrapping, εἰρίων Aret.CA2.9, cf. Herod.Med. ap. Orib.10.18.1; καταλησία is f.l. in Archig. ap. Gal.13.168.

German (Pape)

[Seite 1394] ἡ, das Zusammendrängen, Zusammenwickeln, D. L. 10, 101 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

κατείλησις: εως ἡ скатывание, свивание или уплотнение Epicur. ap. Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

κατείλησις: -εως, ἡ συμπύκνωσις, συμπίεσις, συστροφή, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 101· εἰρίων Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 9.

Greek Monolingual

κατείλησις, ἡ (Α) κατειλώ
1. συσσώρευση, συμπύκνωση, συμπίεση
2. περιτύλιξη, περιέλιξη, συστροφή.