μυάκιον: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(6_22) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυάκιον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ [[μύαξ]], ὡς τὸ [[χήμη]], καὶ Λατιν. concha, [[μέτρον]] τι, ἴδε Δουκάγγ. | |lstext='''μυάκιον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ [[μύαξ]], ὡς τὸ [[χήμη]], καὶ Λατιν. concha, [[μέτρον]] τι, ἴδε Δουκάγγ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυάκιον]], τὸ (ΑΜ, Μ και μυάκιν)<br /><b>μσν.</b><br /><b>αρχιτ.</b> μικρό [[κοίλωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />υποκορ. του [[μύαξ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύαξ]], -<i>ακος</i> «όστρακο, [[καύκαλο]], [[κοίλωμα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of μύαξ, Aët. 12.55, Gloss.
German (Pape)
[Seite 213] τό, dim. von μύαξ, Hesych. v. ὄστρεον.
Greek (Liddell-Scott)
μυάκιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ μύαξ, ὡς τὸ χήμη, καὶ Λατιν. concha, μέτρον τι, ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
μυάκιον, τὸ (ΑΜ, Μ και μυάκιν)
μσν.
αρχιτ. μικρό κοίλωμα
αρχ.
υποκορ. του μύαξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύαξ, -ακος «όστρακο, καύκαλο, κοίλωμα»].