ἐπιμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμίγνῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -μίξω. Προσθέτω διὰ μίξεως, κόλακι… ἐπέμιξεν ἡ [[φύσις]] ἡδονήν τινα, προσέθηκε μῖγμά τι (ἢ [[μέρος]] τι) ἡδονῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 240Β· [[αἰτέω]] σε, … Ζεῦ πάτερ, ἀγλαΐαισιν δ’ ἀστυνόμοις ἐπιμῖξαι λαόν, νὰ καταστήσῃς, δὲ τὸν λαὸν οἰκεῖον εἰς τιμὰς κερδαινομένας ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ν. 9. 74· ἐμφύλιον [[αἷμα]] ἐπέμιξε θνητοῖς, ἐπήνεγκεν ἐμφυλίους φόνους μεταξὺ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 59· ἐπ. τισὶ χεῖρας, μάχεσθαι αὐτοῖς, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 107. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἔρχομαι]] εἰς σχέσεις ἐμπορικὰς ἢ ἄλλας, συγκοινωνῶ, οὐδ’ ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις Θουκ. 1. 2· [[πρός]] τινας Ξεν. Ἀν. 3. 5, 16· τισι Ἡλιόδ. 6. 13· χωρίῳ ἐπ., [[ἔρχομαι]] πρὸς αὐτό, ὁ αὐτ. 5. 33. ΙΙΙ. οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., ἐπιμίγνυσθαι ἀλλήλοις Ξεν. Κύρ. 7. 4, 5· παρ’ ἀλλήλοις Θουκ. 2. 1· ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 146· [[ὡσαύτως]], ἐπ. τινί, συναντᾶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 12· ταῖς πράξεσι ὁ αὐτ. ἐν Φλαμιν. 2: ― ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ἐπ. ἀνδρὶ Δημ. 1370. 21, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 22: ― ποιητ. [[ὡσαύτως]], ἐπιμίγνυσθαι τόπῳ, συχνάζειν εἰς τόπον τινά, Ruhnk. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 99· ἐπ. [[δεῦρο]] Φιλόστρ. 206. ― Ὁ ἀρχαιότερος [[τύπος]] ἦτο [[ἐπιμίσγω]], ὃ ἴδε.
|lstext='''ἐπιμίγνῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -μίξω. Προσθέτω διὰ μίξεως, κόλακι… ἐπέμιξεν ἡ [[φύσις]] ἡδονήν τινα, προσέθηκε μῖγμά τι (ἢ [[μέρος]] τι) ἡδονῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 240Β· [[αἰτέω]] σε, … Ζεῦ πάτερ, ἀγλαΐαισιν δ’ ἀστυνόμοις ἐπιμῖξαι λαόν, νὰ καταστήσῃς, δὲ τὸν λαὸν οἰκεῖον εἰς τιμὰς κερδαινομένας ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ν. 9. 74· ἐμφύλιον [[αἷμα]] ἐπέμιξε θνητοῖς, ἐπήνεγκεν ἐμφυλίους φόνους μεταξὺ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 59· ἐπ. τισὶ χεῖρας, μάχεσθαι αὐτοῖς, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 107. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἔρχομαι]] εἰς σχέσεις ἐμπορικὰς ἢ ἄλλας, συγκοινωνῶ, οὐδ’ ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις Θουκ. 1. 2· [[πρός]] τινας Ξεν. Ἀν. 3. 5, 16· τισι Ἡλιόδ. 6. 13· χωρίῳ ἐπ., [[ἔρχομαι]] πρὸς αὐτό, ὁ αὐτ. 5. 33. ΙΙΙ. οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., ἐπιμίγνυσθαι ἀλλήλοις Ξεν. Κύρ. 7. 4, 5· παρ’ ἀλλήλοις Θουκ. 2. 1· ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 146· [[ὡσαύτως]], ἐπ. τινί, συναντᾶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 12· ταῖς πράξεσι ὁ αὐτ. ἐν Φλαμιν. 2: ― ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ἐπ. ἀνδρὶ Δημ. 1370. 21, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 22: ― ποιητ. [[ὡσαύτως]], ἐπιμίγνυσθαι τόπῳ, συχνάζειν εἰς τόπον τινά, Ruhnk. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 99· ἐπ. [[δεῦρο]] Φιλόστρ. 206. ― Ὁ ἀρχαιότερος [[τύπος]] ἦτο [[ἐπιμίσγω]], ὃ ἴδε.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> mêler à : [[τί]] τινι une chose à une autre;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se mêler à, avoir des relations avec : τινι, [[πρός]] τινα avec qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιμίγνυμαι se mêler à, avoir des relations avec : τινι, [[παρά]] τινα avec qqn ; ταῖς πράξεσι PLUT se mêler aux affaires publiques.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μίγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμίγνυμι Medium diacritics: ἐπιμίγνυμι Low diacritics: επιμίγνυμι Capitals: ΕΠΙΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: epimígnymi Transliteration B: epimignymi Transliteration C: epimignymi Beta Code: e)pimi/gnumi

English (LSJ)

ἐπίμικτος, late spellings of ἐπιμείγνυμι, etc. (qq.v.).

German (Pape)

[Seite 963] (s. μίγνυμι), dazu, darunter mischen, Nic. Th. 572; αἷμα θνητοῖς Pind. P. 2, 32; Αἰθιόπεσσι χεῖρας, mit ihnen handgemein werden, N. 3, 58; übertr., ἀγλαΐαισι λαόν 9, 31; ἐπέμιξεν ἡ φύσις ἡδονήν Plat. Phaedr. 240 b. – Häufiger im med., sich darunter mischen, Verkehr mit Einem haben, ἐπεμίγνυντο ἀκηρυκτὶ παρ' ἀλλήλους Thuc. 2, 1, der 1, 146 ἐπεμίγνυντο καὶ παρ' ἀλλήλους ἐφοίτων vrbdt; auch act., ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις 1, 2, wie Xen. An. 3, 5, 16 ἐπιμιγνύναι σφῶν τε (sc. τινὰς) πρὸς ἐκείνους καὶ ἐκείνους πρὸς αὐτούς die bessere Lesart für ἐπιμίγνυσθαι ist; ἀλλήλοις φυσικῶς Cyr. 7, 4, 5; vgl. γυναῖκα μἡ ἐπιμεμιγμένην ἑτέρῳ ἀνδρί Dem. 59, 75. Auch τόπῳ, wiederholt an einen Ort gehen, Ruhnk. ep. crit. p. 99; ταῖς πράξεσιν, sich darein mischen, Plut. Flam. 2. Vgl. ἐπιμίσγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμίγνῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -μίξω. Προσθέτω διὰ μίξεως, κόλακι… ἐπέμιξεν ἡ φύσις ἡδονήν τινα, προσέθηκε μῖγμά τι (ἢ μέρος τι) ἡδονῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 240Β· αἰτέω σε, … Ζεῦ πάτερ, ἀγλαΐαισιν δ’ ἀστυνόμοις ἐπιμῖξαι λαόν, νὰ καταστήσῃς, δὲ τὸν λαὸν οἰκεῖον εἰς τιμὰς κερδαινομένας ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ν. 9. 74· ἐμφύλιον αἷμα ἐπέμιξε θνητοῖς, ἐπήνεγκεν ἐμφυλίους φόνους μεταξὺ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 59· ἐπ. τισὶ χεῖρας, μάχεσθαι αὐτοῖς, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 107. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔρχομαι εἰς σχέσεις ἐμπορικὰς ἢ ἄλλας, συγκοινωνῶ, οὐδ’ ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις Θουκ. 1. 2· πρός τινας Ξεν. Ἀν. 3. 5, 16· τισι Ἡλιόδ. 6. 13· χωρίῳ ἐπ., ἔρχομαι πρὸς αὐτό, ὁ αὐτ. 5. 33. ΙΙΙ. οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., ἐπιμίγνυσθαι ἀλλήλοις Ξεν. Κύρ. 7. 4, 5· παρ’ ἀλλήλοις Θουκ. 2. 1· ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 146· ὡσαύτως, ἐπ. τινί, συναντᾶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 12· ταῖς πράξεσι ὁ αὐτ. ἐν Φλαμιν. 2: ― ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ἐπ. ἀνδρὶ Δημ. 1370. 21, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 22: ― ποιητ. ὡσαύτως, ἐπιμίγνυσθαι τόπῳ, συχνάζειν εἰς τόπον τινά, Ruhnk. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 99· ἐπ. δεῦρο Φιλόστρ. 206. ― Ὁ ἀρχαιότερος τύπος ἦτο ἐπιμίσγω, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

1 tr. mêler à : τί τινι une chose à une autre;
2 intr. se mêler à, avoir des relations avec : τινι, πρός τινα avec qqn;
Moy. ἐπιμίγνυμαι se mêler à, avoir des relations avec : τινι, παρά τινα avec qqn ; ταῖς πράξεσι PLUT se mêler aux affaires publiques.
Étymologie: ἐπί, μίγνυμι.