ἰδανός: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6_12) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰδανός''': ῐ, όν, ([[ἰδεῖν]]) [[ὡραῖος]], [[ἐπίχαρις]], [[κομψός]], χάριτες Καλλ. Ἀποσπ. 467. | |lstext='''ἰδανός''': ῐ, όν, ([[ἰδεῖν]]) [[ὡραῖος]], [[ἐπίχαρις]], [[κομψός]], χάριτες Καλλ. Ἀποσπ. 467. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰδανός]], -όν (Α)<br />[[ωραίος]], [[κομψός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδείν]] (απρμφ. αόρ. β' του ορώ) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανός</i> [[κατά]] τα <i>ικ</i>-<i>ανός</i>, <i>πιθ</i>-<i>ανός</i>. Η λ. χρησιμοποιείται ως επίθ. τών χαρίτων και παράγει το επίθ. [[ιδανικός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], όν, (ἰδεῖν)
A fair, comely, χάριτες Call.Fr.535.
German (Pape)
[Seite 1235] ansehnlich, wohlgestaltet, Callim. bei Schol. Il. 14, 172.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδανός: ῐ, όν, (ἰδεῖν) ὡραῖος, ἐπίχαρις, κομψός, χάριτες Καλλ. Ἀποσπ. 467.
Greek Monolingual
ἰδανός, -όν (Α)
ωραίος, κομψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδείν (απρμφ. αόρ. β' του ορώ) + -ανός κατά τα ικ-ανός, πιθ-ανός. Η λ. χρησιμοποιείται ως επίθ. τών χαρίτων και παράγει το επίθ. ιδανικός].