ψέφας: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψέφας''': -αος, τό, ὡς τὸ [[ψέφος]], [[κνέφας]], [[σκότος]], [[ζόφος]], Ἡσύχ. | |lstext='''ψέφας''': -αος, τό, ὡς τὸ [[ψέφος]], [[κνέφας]], [[σκότος]], [[ζόφος]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-αος, και [[ψέφος]], -ους, τὸ, Α<br />ο [[ζόφος]], το [[σκοτάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκού τύπου ουδ., που ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ψέφαρ</i>, όπως υποδηλώνει το παράγωγο [[ψεφαρός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[γέρας]]). Κατά μία [[άποψη]], το ουδ. [[ψέφας]], όπως και τα συνώνυμα [[κνέφας]], [[δνόφος]] / [[γνόφος]], [[ζόφος]], ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>sep</i>- «[[σκοτεινός]]» και συνδέονται με το αρχ. ινδ. <i>ksap</i> «[[νύχτα]]», ενώ οι φωνητικές τους διαφορές αποδίδονται σε γλωσσικό [[ταμπού]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾰος, τό,
A gloom, darkness, Pi.Fr.324.
German (Pape)
[Seite 1396] τό, wie ψέφος, Dunkelheit, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ψέφας: -αος, τό, ὡς τὸ ψέφος, κνέφας, σκότος, ζόφος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-αος, και ψέφος, -ους, τὸ, Α
ο ζόφος, το σκοτάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκού τύπου ουδ., που ανάγεται σε αρχικό τ. ψέφαρ, όπως υποδηλώνει το παράγωγο ψεφαρός (πρβλ. γέρας). Κατά μία άποψη, το ουδ. ψέφας, όπως και τα συνώνυμα κνέφας, δνόφος / γνόφος, ζόφος, ανάγονται σε ΙΕ ρίζα kwsep- «σκοτεινός» και συνδέονται με το αρχ. ινδ. ksap «νύχτα», ενώ οι φωνητικές τους διαφορές αποδίδονται σε γλωσσικό ταμπού].