ἀκοντιστήρ: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκοντιστήρ''': ῆρος, ὁ, = [[ἀκοντιστής]], Εὐρ. Φοίν. 142. ΙΙ. ὡς ἐπίθετον, ὁ μεθ’ ὁρμῆς ἀκοντιζόμενος, [[τρίαινα]], Ὀππ. Ἁλ. 5. 535: - μεταφ., [[ἴαμβος]], Χριστοδώρου Ἔκφρ. 359. | |lstext='''ἀκοντιστήρ''': ῆρος, ὁ, = [[ἀκοντιστής]], Εὐρ. Φοίν. 142. ΙΙ. ὡς ἐπίθετον, ὁ μεθ’ ὁρμῆς ἀκοντιζόμενος, [[τρίαινα]], Ὀππ. Ἁλ. 5. 535: - μεταφ., [[ἴαμβος]], Χριστοδώρου Ἔκφρ. 359. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui lance un trait, soldat armé d’un javelot.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκοντίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = -ιστής, E.Ph.142. II as Adj., darting, hurtling, τρίαινα Opp.H.5.535: metaph., μαζοὶ ἀ. ἐρώτων Nonn. D.7.264:—also in pass. sense, θύρσος, λᾶας, 24.134, 30.230; ἀκοντιστῆρες μόλυβοι prob. bullets, Keil-Premerstein Dritter Bericht p.89.
German (Pape)
[Seite 77] ῆρος, ὁ, Speerwerfer, λόγχαις Eur. Phoen. 140; auch adj., geschleudert, τρίαινα ἀκ. Opp. Hal. 5, 535; Nonn. D. 95, 995.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοντιστήρ: ῆρος, ὁ, = ἀκοντιστής, Εὐρ. Φοίν. 142. ΙΙ. ὡς ἐπίθετον, ὁ μεθ’ ὁρμῆς ἀκοντιζόμενος, τρίαινα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 535: - μεταφ., ἴαμβος, Χριστοδώρου Ἔκφρ. 359.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui lance un trait, soldat armé d’un javelot.
Étymologie: ἀκοντίζω.