σκίναξ: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
(6_3) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκίναξ''': [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, (συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[κινέω]])· [[ταχύς]], [[εὐκίνητος]], πηδηκτός, ἐπίθετον τῶν λαγωῶν, σκ. νεαροῖο λαγωοῦ Νικ. Θηρ. 577· [[οὕτως]], [[σκίναξ]], = λαγώς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 67· καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὴν λέξ. [[κίνδαξ]] ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας. | |lstext='''σκίναξ''': [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, (συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[κινέω]])· [[ταχύς]], [[εὐκίνητος]], πηδηκτός, ἐπίθετον τῶν λαγωῶν, σκ. νεαροῖο λαγωοῦ Νικ. Θηρ. 577· [[οὕτως]], [[σκίναξ]], = λαγώς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 67· καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὴν λέξ. [[κίνδαξ]] ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ακος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ταχύς]], [[ευκίνητος]], [[εύστροφος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σκίναξ]]<br />ο [[λαγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με την [[οικογένεια]] του <i>κινῶ</i> (<b>πρβλ.</b> [[κίνδαξ]]) και εμφανίζει προθετικό <i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σκίδναμαι]]: [[κίδναμαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ᾰκος, ὁ, ἡ,
A quick, nimble, epith. of hares, σ. νεαροῖο λαγωοῦ Nic.Th.577; so ὁ σ.,= λαγώς, Id.Al.67; cf. κίνδαξ.
German (Pape)
[Seite 899] ακος, rührig, gewandt, behend, flink, schnell, bes. vom Haasen, für den es auch als, subst. steht, Nic. Al. 67 Th. 577.
Greek (Liddell-Scott)
σκίναξ: [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, (συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ κινέω)· ταχύς, εὐκίνητος, πηδηκτός, ἐπίθετον τῶν λαγωῶν, σκ. νεαροῖο λαγωοῦ Νικ. Θηρ. 577· οὕτως, σκίναξ, = λαγώς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 67· καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὴν λέξ. κίνδαξ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ἡ, Α
1. ταχύς, ευκίνητος, εύστροφος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκίναξ
ο λαγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με την οικογένεια του κινῶ (πρβλ. κίνδαξ) και εμφανίζει προθετικό σ- (πρβλ. σκίδναμαι: κίδναμαι.