μέρισμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέρισμα''': τό, [[μέρος]], Ὀρφ. Ὕμν. εἰς Πᾶνα. 16. | |lstext='''μέρισμα''': τό, [[μέρος]], Ὀρφ. Ὕμν. εἰς Πᾶνα. 16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[μέρισμα]]) [[μερίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μοίρασμα]], [[διανομή]], [[μοιρασιά]]<br /><b>2.</b> [[μερίδιο]]<br /><b>3.</b> <b>(οικον.)</b> α) το [[μερίδιο]] κερδών για [[κάθε]] [[μετοχή]] που διανέμεται στους μετόχους μιας εταιρείας<br />β) το [[ποσό]] που εισπράττει [[κάθε]] ασφαλισμένος σε τακτά χρονικά διαστήματα από το ασφαλιστικό [[ταμείο]] [[έναντι]] τών κρατήσεων που είχε καταβάλει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ενεργού υπηρεσίας του<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέρος]] («ἀέριόν τε [[μέρισμα]] τροφῆς», <b>Ορφ.</b> Ύμν.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A part, Orph.H.11.16, prob. in PStrassb.107.6 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 135] τό, das Getheilte, der Theil, Orph. Hymn. Pan. 16.
Greek (Liddell-Scott)
μέρισμα: τό, μέρος, Ὀρφ. Ὕμν. εἰς Πᾶνα. 16.
Greek Monolingual
το (Α μέρισμα) μερίζω
νεοελλ.
1. μοίρασμα, διανομή, μοιρασιά
2. μερίδιο
3. (οικον.) α) το μερίδιο κερδών για κάθε μετοχή που διανέμεται στους μετόχους μιας εταιρείας
β) το ποσό που εισπράττει κάθε ασφαλισμένος σε τακτά χρονικά διαστήματα από το ασφαλιστικό ταμείο έναντι τών κρατήσεων που είχε καταβάλει κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας του
αρχ.
μέρος («ἀέριόν τε μέρισμα τροφῆς», Ορφ. Ύμν.).