ἐπηγορία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(6_9)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπηγορία''': ἡ, [[μομφή]], ὡς τὸ [[κατηγορία]], Δίων Κ. 55. 18. Ὁ Δωρικ. [[τύπος]] ἐπαγορία ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσυχ. «ἐπαγορίαν ἔχει· ἐπίμωμός ἐστιν». ΙΙ. = [[προσηγορία]], Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 31., 2. 19, κ. ἀλλ.
|lstext='''ἐπηγορία''': ἡ, [[μομφή]], ὡς τὸ [[κατηγορία]], Δίων Κ. 55. 18. Ὁ Δωρικ. [[τύπος]] ἐπαγορία ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσυχ. «ἐπαγορίαν ἔχει· ἐπίμωμός ἐστιν». ΙΙ. = [[προσηγορία]], Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 31., 2. 19, κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπηγορία]], η (AM) [[επηγορεύω]]<br />[[ονομασία]], [[προσηγορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατηγορία]], [[επίπληξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επηγορεύω]] με [[επίδραση]] του [[κατηγορία]].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπηγορία Medium diacritics: ἐπηγορία Low diacritics: επηγορία Capitals: ΕΠΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: epēgoría Transliteration B: epēgoria Transliteration C: epigoria Beta Code: e)phgori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A accusation, blame, D.C.55.18,al., Them.Or.11.152b; cj. in Pi.Fr. 122.

German (Pape)

[Seite 920] ἡ, Beschuldigung, Anklage, D. Cass. 55, 18 u. öfter, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηγορία: ἡ, μομφή, ὡς τὸ κατηγορία, Δίων Κ. 55. 18. Ὁ Δωρικ. τύπος ἐπαγορία ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσυχ. «ἐπαγορίαν ἔχει· ἐπίμωμός ἐστιν». ΙΙ. = προσηγορία, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 31., 2. 19, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ἐπηγορία, η (AM) επηγορεύω
ονομασία, προσηγορία
αρχ.
κατηγορία, επίπληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επηγορεύω με επίδραση του κατηγορία.