κλωπικός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλωπικός''': -ή, -όν, [[κλεπτικός]], τὸ κλωπικόν, τὸ κλεπτικόν, ἡ πρὸς κλοπὴν [[διάθεσις]], Πλάτ. Κρατ. 408Λ. (κοινῶς: κλοπικόν, ἴδε [[κλωπεία]]). 2) [[κρύφιος]], [[λαθραῖος]], Εὐρ. Ρῆσ. 205, 512. | |lstext='''κλωπικός''': -ή, -όν, [[κλεπτικός]], τὸ κλωπικόν, τὸ κλεπτικόν, ἡ πρὸς κλοπὴν [[διάθεσις]], Πλάτ. Κρατ. 408Λ. (κοινῶς: κλοπικόν, ἴδε [[κλωπεία]]). 2) [[κρύφιος]], [[λαθραῖος]], Εὐρ. Ρῆσ. 205, 512. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de voleur ; τὸ κλωπικόν habitude de frauder.<br />'''Étymologie:''' [[κλώψ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A thievish, τὸ κ. v.l. for κλοπ- in Pl.Cra.408a. 2 stealthy, clandestine, βήματα, ἕδραι, E.Rh. 205, 512.
German (Pape)
[Seite 1458] diebisch, verstohlen, βήματα, ἕδραι, Eur. Rhes. 205. 512. Vgl. κλοπικός.
Greek (Liddell-Scott)
κλωπικός: -ή, -όν, κλεπτικός, τὸ κλωπικόν, τὸ κλεπτικόν, ἡ πρὸς κλοπὴν διάθεσις, Πλάτ. Κρατ. 408Λ. (κοινῶς: κλοπικόν, ἴδε κλωπεία). 2) κρύφιος, λαθραῖος, Εὐρ. Ρῆσ. 205, 512.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de voleur ; τὸ κλωπικόν habitude de frauder.
Étymologie: κλώψ.