ἰξοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰξοφόρος''': -ον, περὶ τῶν δένδρων ἐπὶ τῶν ὁποίων φύεται ὁ [[ἰξός]], ἰξοφόροι δρύες, αἱ ἰξὸν φέρουσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 354. ΙΙ. ἀληλιμμένος δι’ ἰξοῦ, [[δόναξ]] Ὀππ. Ἁλ. 1. 32.
|lstext='''ἰξοφόρος''': -ον, περὶ τῶν δένδρων ἐπὶ τῶν ὁποίων φύεται ὁ [[ἰξός]], ἰξοφόροι δρύες, αἱ ἰξὸν φέρουσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 354. ΙΙ. ἀληλιμμένος δι’ ἰξοῦ, [[δόναξ]] Ὀππ. Ἁλ. 1. 32.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui porte <i>ou</i> produit de la glu;<br /><b>2</b> englué.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξός]], [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξοφόρος Medium diacritics: ἰξοφόρος Low diacritics: ιξοφόρος Capitals: ΙΞΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: ixophóros Transliteration B: ixophoros Transliteration C: iksoforos Beta Code: i)cofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A having mistletoe growing thereon, δρύες S.Fr.403: read by Agathocl. in Il.14.398.    II limed, δόναξ Opp.H.1.32.

German (Pape)

[Seite 1255] Leimruthen tragend, δόνακες Opp. H. 1, 32, öfter; auch δρύες, Soph. fr. 354; als v. l. Iliad. 14, 398 δρυσὶν ἰξοφόροισιν für ὑψικόμοισιν.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξοφόρος: -ον, περὶ τῶν δένδρων ἐπὶ τῶν ὁποίων φύεται ὁ ἰξός, ἰξοφόροι δρύες, αἱ ἰξὸν φέρουσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 354. ΙΙ. ἀληλιμμένος δι’ ἰξοῦ, δόναξ Ὀππ. Ἁλ. 1. 32.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui porte ou produit de la glu;
2 englué.
Étymologie: ἰξός, φέρω.