ἀειζώων: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀειζώων''': -ουσα, -ον, = αἰωνίως ζῶν, ἀειζώοντα ... [[ἱερά]], Καλλ. Δῆλ. 314· γενετῆρος ἀειζώοντος, Νόνν. μετ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. α΄, 34· ἀειζώουσαν φύτλην, Ἀνθ. Π. 1. 10. 35.
|lstext='''ἀειζώων''': -ουσα, -ον, = αἰωνίως ζῶν, ἀειζώοντα ... [[ἱερά]], Καλλ. Δῆλ. 314· γενετῆρος ἀειζώοντος, Νόνν. μετ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. α΄, 34· ἀειζώουσαν φύτλην, Ἀνθ. Π. 1. 10. 35.
}}
{{bailly
|btext=ουσα, ον :<br /><i>c.</i> [[ἀείζωος]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀεί]], [[ζώω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀειζώων Medium diacritics: ἀειζώων Low diacritics: αειζώων Capitals: ΑΕΙΖΩΩΝ
Transliteration A: aeizṓōn Transliteration B: aeizōōn Transliteration C: aeizoon Beta Code: a)eizw/wn

English (LSJ)

ουσα, ον,

   A everliving, κεραυνός Cleanth.Stoic.1.122; ἱερά Call.Del.314.

German (Pape)

[Seite 39] οντος, immer lebend, Callim. Del. 314 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀειζώων: -ουσα, -ον, = αἰωνίως ζῶν, ἀειζώοντα ... ἱερά, Καλλ. Δῆλ. 314· γενετῆρος ἀειζώοντος, Νόνν. μετ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. α΄, 34· ἀειζώουσαν φύτλην, Ἀνθ. Π. 1. 10. 35.

French (Bailly abrégé)

ουσα, ον :
c. ἀείζωος.
Étymologie: ἀεί, ζώω.