σιαλώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(6_7) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σιᾰλώδης''': -ες, ([[σίαλον]]) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς [[σίαλον]], παράγον [[σίαλον]], [[λιπαρός]], Ἱππ. 304. 51, Διον. Π. 791. ΙΙ. ([[σίαλος]]) ὁ [[ὅμοιος]] μὲ [[πάχος]], [[παχύς]], Ἱππ. 678. 31. | |lstext='''σιᾰλώδης''': -ες, ([[σίαλον]]) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς [[σίαλον]], παράγον [[σίαλον]], [[λιπαρός]], Ἱππ. 304. 51, Διον. Π. 791. ΙΙ. ([[σίαλος]]) ὁ [[ὅμοιος]] μὲ [[πάχος]], [[παχύς]], Ἱππ. 678. 31. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες / [[σιαλώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σίαλον]]<br />αυτός που [[είναι]] όμοιος ως [[προς]] τη [[μορφή]] ή τη [[σύσταση]] με το [[σάλιο]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] [[σάλιο]]<br /><b>3.</b> αυτός που παράγει [[σάλιο]].———————— <b>(II)</b><br />-ῶδες, Α [[σίαλος]] (ΙΙ)]<br />ο όμοιος με [[πάχος]], όμοιος με [[λίπος]], [[λιπαρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, (σίαλον)
A like slaver, slavering, Hp.Morb. Sacr.5, D.P.791. II (σίαλος) fat, σκυλάκια Hp.Steril.217.
German (Pape)
[Seite 877] ες, speichelartig, voll Speichel, Geifer, Sp.; – fettartig, fettig, schmalzig, χύλος, D. Per. 791.
Greek (Liddell-Scott)
σιᾰλώδης: -ες, (σίαλον) ὁ ὅμοιος πρὸς σίαλον, παράγον σίαλον, λιπαρός, Ἱππ. 304. 51, Διον. Π. 791. ΙΙ. (σίαλος) ὁ ὅμοιος μὲ πάχος, παχύς, Ἱππ. 678. 31.
Greek Monolingual
(I)
-ες / σιαλώδης, -ῶδες, ΝΑ σίαλον
αυτός που είναι όμοιος ως προς τη μορφή ή τη σύσταση με το σάλιο
2. γεμάτος σάλιο
3. αυτός που παράγει σάλιο.———————— (II)
-ῶδες, Α σίαλος (ΙΙ)]
ο όμοιος με πάχος, όμοιος με λίπος, λιπαρός.